σαγή: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sagi | |Transliteration C=sagi | ||
|Beta Code=sagh/ | |Beta Code=sagh/ | ||
|Definition=ἡ, a man's < | |Definition=ἡ, a man's<br><span class="bld">A</span> [[pack]], [[baggage]], <b class="b3">αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ</b>, i.e. carrying his own [[baggage]], etc., A.''Ch.''675; [[scrip]], [[wallet]], [[knapsack]], Ion Trag.7: then, generally, [[harness]], [[furniture]], [[equipment]], παντελῆ σαγὴν ἔχων A.''Ch.''560, cf. E.''Rh.''207; <b class="b3">τοξήρης σ.</b> Id.''HF''188; esp. [[armour]], [[harness]], S.''Fr.''1092 (prob.), cf. Ar.''Fr.''848, Men.1061, [[LXX]] ''2 Ma.''3.25; also in plural, φεράσπιδες σαγαί A.''Pers.''240 (troch.), cf. ''Th.'' 125 (lyr.), 391.<br><span class="bld">II</span> later = [[σάγμα]] ''ΙΙ'', [[pack saddle]], PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.''AJ''1.19.10; also the [[padding]] of a saddle, Str.15.1.20. (From [[σάττω]]: hence [[πανσαγία]] or [[πασσαγία]].—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a man's
A pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch.675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment, παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch.560, cf. E.Rh.207; τοξήρης σ. Id.HF188; esp. armour, harness, S.Fr.1092 (prob.), cf. Ar.Fr.848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in plural, φεράσπιδες σαγαί A.Pers.240 (troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391.
II later = σάγμα ΙΙ, pack saddle, PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.AJ1.19.10; also the padding of a saddle, Str.15.1.20. (From σάττω: hence πανσαγία or πασσαγία.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση
αρχ.
1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)
2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι
3. σκεύη, έπιπλα
4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)
5. σάγμα, σαμάρι
6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγή)].
Greek Monotonic
σαγή: [ᾰ], ἡ (σάττω),
I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ.
II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
See also: s. σάττω.
Middle Liddell
σᾰγή, ἡ, σάττω
I. a man's pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ, i. e. carrying his own baggage, Aesch.: generally, harness, equipment, Aesch., Eur.
II. = σάγμα II, a pack-saddle, Babr.
Frisk Etymology German
σαγή: {sagḗ}
Grammar: f.
See also: s. σάττω.
Page 2,670