ἀγχίστροφος: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "]]</i>e " to "]]e</i> ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agchistrofos | |Transliteration C=agchistrofos | ||
|Beta Code=a)gxi/strofos | |Beta Code=a)gxi/strofos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turning closely]], [[quick-swooping]], ἰκτῖνος <span class="bibl">Thgn. 1261</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[quick-changing]], [[changeable]], ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>; <b class="b3"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turning closely]], [[quick-swooping]], ἰκτῖνος <span class="bibl">Thgn. 1261</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[quick-changing]], [[changeable]], ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>; <b class="b3">ἀγχίστροφος μεταβολή</b> [[sudden]] [[change]], <span class="bibl">Th.2.53</span>; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον <span class="bibl">D.H.4.23</span>:—Rhet., [[τὸ ἀγχίστροφον]] = [[rapidity of transition]], Longin. 27.3; <b class="b3">ἁρμονία ἀγχίστροφος περὶ τὰς πτώσεις</b> a style [[flexible]] in the use of the cases, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>. Adv. -φως Longin.22.1.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:29, 13 May 2023
English (LSJ)
ον, A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261. 2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13; ἀγχίστροφος μεταβολή sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀγχίστροφον = rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀγχίστροφος περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. -φως Longin.22.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que da la vuelta rápidamente ἰκτῖνος Thgn.1261.
2 cambiante, que cambia rápidamente μεταβολή un cambio súbito Th.2.53, Ael.VH 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.Goth.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.Hom. in Eccl.288.10.
II subst. τὸ ἀ.
1 ret. facilidad para la transición de Homero, Longin.27.3.
2 fig. giro, cambio, vuelco de una situación τῆς μάχης Sch.Er.Il.11.318.
III adv.
1 neutr. plu. ἀγχίστροφα en sentido contrario ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.
2 -ως ret. de manera cambiante ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1.
German (Pape)
dem Umkehren, Verändern nahe, ἀγχ. μεταβολαί, plötzliche Veränderungen, Thuc. 2.53; ἀγχίστροφα βουλεύομαι, ich ändere schnell meinen Entschluß, Her. 7.13; ἡ τύχη, veränderlich, wankelmütig, Dion.Hal. 6.19; Sp.
• Adv. Longin. 22.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίστροφος: круто поворачивающий, крутой, внезапный (μεταβολή Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.
Greek Monotonic
ἀγχίστροφος: -ον (στρέφω),
1. αυτός που στρέφεται πλησίον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, λέγεται για γεράκι, σε Θέογν.
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ξαφνικός, αιφνίδιος, σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ξαφνικά, αιφνιδίως, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
στρέφω
1. turning closely, quick-wheeling, of a hawk, Theogn.
2. quick-changing, sudden, Thuc.; neut. pl. as adv. suddenly, Hdt.