κάλανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(b)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κάλανδρος]])<br />[[είδος]] κορυδαλλού, [[καλάνδρα]], [[γαλιάντρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -<i>νδρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κορία</i> -<i>νδρος</i>, <i>μαίαν</i>-<i>νδρος</i>). Η λ. [[κάλανδρος]] που εξελίχθηκε στο νεοελλ. [[γαλιάντρα]], μαρτυρείται και ως [[δάνειο]] στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>calandra</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>calandra</i>, γαλλ. <i>calandre</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλανδρος Medium diacritics: κάλανδρος Low diacritics: κάλανδρος Capitals: ΚΑΛΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: kálandros Transliteration B: kalandros Transliteration C: kalandros Beta Code: ka/landros

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A lark, Dionys.Av.3.15.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.

Greek Monolingual

ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].