ἄρκυς: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />pl., nom. and acc ἄρκυες, -υας, [[attic]] contr. ἄρκῡς:— a net, [[hunter]]'s net, Lat. [[cassis]], Aesch.; oft. in plural, Aesch., Eur.:—metaph., ἄρκυες ξίφους the [[toils]], i. e. perils, of the [[sword]], Eur.
|mdlsjtxt=<br />pl., nom. and acc ἄρκυες, -υας, Attic contr. ἄρκῡς:— a net, [[hunter]]'s net, Lat. [[cassis]], Aesch.; oft. in plural, Aesch., Eur.:—metaph., ἄρκυες ξίφους the [[toils]], i. e. perils, of the [[sword]], Eur.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Revision as of 13:10, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρκῠς Medium diacritics: ἄρκυς Low diacritics: άρκυς Capitals: ΑΡΚΥΣ
Transliteration A: árkys Transliteration B: arkys Transliteration C: arkys Beta Code: a)/rkus

English (LSJ)

(ἅρκυς Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, ἄρκυας, Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—
A net, hunter's net, A.Ag.1116, Ch.1000: more freq. in plural, ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu.147 (lyr.); ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc.196; ἄρκυς ἱστάναι = to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10; πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790: metaph., ἄρκυες ξίφους = the toils, i.e. perils, of the sword, E.Med. 1278.
2 woman's hair-net, Hsch.

Spanish (DGE)

ἄρκυς, -υος, ἡ
• Alolema(s): ἅρκυς Paus.Gr.α 154, Themist.Ep.8, EM 144.9G.
1 red A.A.1116, Ch.1000, Lyc.104, frec. en plu. ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν A.Eu.147, ἀρκύων μολεῖν ἔσω meterse en la red E.Cyc.196, σφᾶς σιδηραῖς ἁρμόσας ἐν ἄρκυσιν aprisionándolas en férreas redes e.d. en grilletes E.Ba.231, ἐν ἄρκυσιν ὤν estando atrapado E.Ba.451, ἄρκυς ἱστάναι poner redes para cazar, X.Cyn.6.5, διωκομένου δὲ τοῦ λαγῶ εἰς τὰς ἄρκυς X.Cyn.6.10, πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys.790, cf. Philostr.Im.1.28, Lyr.Adesp.11h, Plb.15.21.6
fig. plu. ἄρκυες ξίφους = las redes de la espada e.d. el filo E.Med.1278
tb. fig. ἐντὸς ... τῶν ἀρκύων en sus redes, a su merced Luc.Alex.32, ref. a la fil. ἑάλω ταῖς ἄρκυσιν καὶ μηχαναῖς Eun.VS 478.
2 redecilla del cabello Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] υος, ἡ, nach Eust. Od. 1535, 38 ἅρκυς, das Netz, Jagdnetz, Her. 7, 85; Plat. Legg. VIII, 844 e; übertr., Fallstrick, Gefahr, ἄρκυες ξίφους, Gefahr, durchs Schwert zu sterben, Eur. Med. 1278; vgl. Herc. fur. 729.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
1 rets, filet de chasse;
2 fig. αἱ ἄρκυες piège, embûche.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre.

Greek Monolingual

ἄρκυς (-υος), η (Α)
1. κυνηγετικό δίχτυ
2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα arqu- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος καθώς και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την ιτιά (πρβλ. ρωσ. rokita σερβ. rakita, τσεχ. rakyta < ΙΕ. arqū-tᾱ, απ' όπου και το λεττ. erkuls «αδράχτι»). Εξάλλου ο τ. άρκυς σχετίζεται πιθ. με την αράχνη, ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από ανατολικές γλώσσες.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρκυστασία, αρκυστάσιον, αρκύστατος, αρκυωρός].

Greek Monotonic

ἄρκῠς: -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. ἄρκυες, -υας, Αττ. συνηρ. ἄρκῡς· θηρευτικό δίχτυ, δίχτυ κυνηγού, Λατ. cassis, σε Αισχύλ.· συχνά σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., ἄρκυες ξίφους, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρκῠς: υος ἡ преимущ. pl. сеть, тенета Her., Xen., Plat., Plut.: ἐγγὺς εἶναι ἀρκύων ξίφους Eur. находиться в опасности погибнуть от меча.

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: f., mostly pl.
Meaning: net (A.)
Derivatives: ἄρκυον id. (EM, after δίκτυον), also ἄρκυλον δίκτυον H. -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Acc. to Lidén IF 18, 507f., as twined, woven to ἄρκευθος and ἀρκάνη and the Slavic cognates for willow. Improbable, as one expects a deriv. suffix. Techn. term which may well be a substr. word; for the u-stem cf. μίμαρκυς, ῥάπυς / ῥάφυς etc.

Middle Liddell


pl., nom. and acc ἄρκυες, -υας, Attic contr. ἄρκῡς:— a net, hunter's net, Lat. cassis, Aesch.; oft. in plural, Aesch., Eur.:—metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, Eur.

Frisk Etymology German

ἄρκυς: -υος
{árkus}
Grammar: f., meist im Plur.,
Meaning: Netz (ion. att.),
Derivative: ἄρκυον ib. (EM, nach δίκτυον), außerdem ἄρκυλον· δίκτυον H. — Keine weiteren Ableitungen.
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Nach Lidén IF 18, 507f. als "das Geflochtene, das Gewobene" mit ἄρκευθος und ἀρκάνη (s. dd.) zum slavischen Wort für Weide, russ. rokíta, serb. ràkita, slovak. rakýta usw., urslav. *orkytā, idg. *arqū-, wozu nach Bezzenberger BB 21, 295 A. 1 noch lett. érkuls die Spindel, das Ärmchen am Spinnrade, darum der Flachs gewickelt wird. Dagegen kaum hierher ἀράχνη usw. (Walter KZ 12, 377 usw.; s. Curtius 341). — Es liegt kein Anlaß vor, mit Grimme Glotta 14, 17 ἄρκυς und ἀρκάνη als orientalische Lehnwörter zu betrachten. — Ältere Literatur bei Bq. S. auch ἀφάρκη.
Page 1,142

English (Woodhouse)

net, snare

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δίχτυ). Πιθανόν Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω μέ ἐπέκταση σέ αρκ-.
Παράγωγα: ἀρκυωρῶ (=παραμονεύω), ἀρκυωρός (=ὁ φύλακας διχτυῶν), ἀρκύστατος (=αὐτός πού στήθηκε σάν δίχτυ), ἀρκυστασία.