πλυνός: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ou</i> [[πλύνος]];<br />οῦ (ὁ) :<br />auge <i>ou</i> bassin pour | |btext=[[πλυνός]] <i>ou</i> [[πλύνος]];<br />οῦ (ὁ) :<br />[[auge]] <i>ou</i> [[bassin pour laver]] ; <i>fig.</i> πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, <i>càd</i> m'éclaboussant <i>ou</i> me criblant d'injures ignobles.<br />'''Étymologie:''' [[πλύνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe. | |elnltext=πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] [[wasbekken]], [[wasplaats]] (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:38, 21 January 2024
English (LSJ)
ὁ,
A trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, pl., Il.22.153, Od.6.40,86; pl., washing-places, Ephor.1J.; later washing-tubs, fuller's tubs, Luc.Fug.12, D.C.46.4, cf.Phot.
II parox. πλύνος, ὁ, washing, Suid.; νιτρικῆς πλύνου Ostr.Bodl. i126 (ii B. C.), cf. PHib. 1.114 (iii B. C.): metaph., πλύνον ποιεῖν τινα, = πλύνω ΙΙ, Ar.Pl.1061; π. πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Phryn.PSp.101 B.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Grube, in der schmutzige Kleider mit Wasser getreten, gewaschen u. gereinigt wurden, Waschgrube; Il. 22, 153 Od. 6, 40. 86; nach Hesych. auch πύελοι, ἐν αἱς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον; vgl. Maneth. 6, 433, ῥυπόεντα πλυνοῖσιν εἵματα καλλύνοντες; Luc. περὶ πλυνοὺς ἐχειν, fugit. 26. – Übertr. sagt Ar. Plut. 1061 οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσι, was Poll. 7, 38 ἐξονειδίζεις, αἰσχύνεις erklärt, wie auch bei uns »Einen auswaschen«; Droysen: daß du mich zur Waschbank deiner Witze machst; vgl. Schol. Aesch. 3, 178.
French (Bailly abrégé)
πλυνός ou πλύνος;
οῦ (ὁ) :
auge ou bassin pour laver ; fig. πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, càd m'éclaboussant ou me criblant d'injures ignobles.
Étymologie: πλύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe.
Russian (Dvoretsky)
πλῠνός: ὁ
1 водоем для полоскания белья, мойный бассейн Hom.: πλυνόν τινα ποιεῖν перен. Arph. обливать кого-л. грязью;
2 лохань для стирки Luc.
English (Autenrieth)
(πλύνω): washing-pit, pl., tanks or basins in the earth, lined with stone.
Greek Monolingual
ο, Ν πλύνω
ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος του πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους
αρχ.
1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων
2. λουτήρας, μπανιέρα
3. θέση, χώρος, όπου γινόταν το πλύσιμο τών ρούχων.
Greek Monotonic
πλῠνός: ὁ (πλύνω)·
I. σκάφη, κάδος, δοχείο, στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα αφού τα πατούσαν πρώτα, σε Όμηρ.
II. μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = πλύνω II, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλῠνός: ὁ, (πλύνω) πλυντήρ, ἀγγεῖον ἢ λάκκος ἐν μαρμάρῳ ἔνθα ἔπλυνον ἀκάθαρτα ἐνδύματα, Ἰλ. Χ. 153, Ὀδ. Ζ. 40, 86· παρὰ μεταγεν., σκάφη ἢ κάδος πρὸς πλύσιν, Λουκ. Δραπέτ. 12, Φώτ. ΙΙ. μεταφορ., πλυνὸν ποιεῖ τινα, = πλύνω ΙΙ, Ἀριστοφ. Πλ. 1061· πλυνὸν πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Α. Β. 58· πρβλ. καταπλυντηρίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πλυνοί· πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθροι ὅπου πλύνουσι».
Middle Liddell
πλῠνός, οῦ, ὁ, πλύνω
I. a trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, Hom.
II. metaph., πλυνὸν ποιεῖν τινα, = πλύνω II, Ar.