Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pagkarpos
|Transliteration C=pagkarpos
|Beta Code=pa/gkarpos
|Beta Code=pa/gkarpos
|Definition=πάγκαρπον,<br><span class="bld">A</span> [[of all kinds of fruit]], θύματα S.''El.''635; [[rich in every fruit]], [[φυτά]], [[χθών]], Pi.''P.''9.58, ''I.''4(3).41; <b class="b3">γονὴ π.</b> produce [[of all kinds]], Pl.''Ax.''371c: metaph., π. ἀοιδά ''AP''4.1.1 (Mel.); [[πάγκαρπον]], τό, as title of a book, Gell.''Praef.''8.<br><span class="bld">2</span> [[covered with fruit]], [[berried]], δάφνη S.''OT''83.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], = [[χαμαιλέων μέλας]], Ps.-Dsc.3.9.
|Definition=πάγκαρπον,<br><span class="bld">A</span> [[of all kinds of fruit]], θύματα S.''El.''635; [[rich in every fruit]], [[φυτά]], [[χθών]], Pi.''P.''9.58, ''I.''4(3).41; <b class="b3">γονὴ π.</b> produce [[of all kinds]], Pl.''Ax.''371c: metaph., π. ἀοιδά ''AP''4.1.1 (Mel.); [[πάγκαρπον]], τό, as title of a book, Gell.''Praef.''8.<br><span class="bld">2</span> [[covered with fruit]], [[berried]], δάφνη [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''83.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], = [[χαμαιλέων μέλας]], Ps.-Dsc.3.9.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:06, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκαρπος Medium diacritics: πάγκαρπος Low diacritics: πάγκαρπος Capitals: ΠΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: pánkarpos Transliteration B: pankarpos Transliteration C: pagkarpos Beta Code: pa/gkarpos

English (LSJ)

πάγκαρπον,
A of all kinds of fruit, θύματα S.El.635; rich in every fruit, φυτά, χθών, Pi.P.9.58, I.4(3).41; γονὴ π. produce of all kinds, Pl.Ax.371c: metaph., π. ἀοιδά AP4.1.1 (Mel.); πάγκαρπον, τό, as title of a book, Gell.Praef.8.
2 covered with fruit, berried, δάφνη S.OT83.
II as substantive, = χαμαιλέων μέλας, Ps.-Dsc.3.9.

German (Pape)

[Seite 435] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; χθών, Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; δάφνη, Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; γονή, alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);
2 fécond, fertile, couvert de baies (laurier).
Étymologie: πᾶς, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγκαρπος -ον [πᾶς, καρπός] rijk aan vruchten; overdr.. πάγκαρπος ἀοιδά bonte bundel liederen AP 4.1.1.

Russian (Dvoretsky)

πάγκαρπος:
1 изобилующий всякими плодами (χθών Pind.);
2 сплошь покрытый плодами (δάφνη Soph.);
3 состоящий из всяких плодов (θύματα Soph.): π. γονή Plat. урожай всевозможных плодов;
4 словно состоящий из всевозможных плодов (ἀοιδή Anth.).

English (Slater)

πάγκαρπος, -ον with fruit of all kinds “οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)

Greek Monolingual

πάγκαρπος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών
2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.)
3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.)
4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
5. το αρσ. ως ουσ.πάγκαρπος
το φυτό χαμαιλέων μέλας
6. (το ουδ. ως κύριο όν.) Πάγκαρπον
τίτλος βιβλίου
7. φρ. «γονὴ πάγκαρπος» — παραγωγή κάθε είδους καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καρπός].

Greek Monotonic

πάγκαρπος: -ον, αυτός που προέρχεται από όλα τα είδη καρπών, πλούσιος σε καρπούς, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκαρπος: -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· πλούσιος εἰς παντοειδεῖς καρπούς, πλήρης καρπῶν, φυτόν, χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) μεστός, πλήρης καρποῦ, δάφνη Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα τοῦ φυτοῦ χαμαιλέων, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.

Middle Liddell

πάγ-καρπος, ον,
of all kinds of fruit, Soph.: rich in every fruit, rich in fruit, Pind.