κατακνάω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[κατακνῶ]] :<br /><b>1</b> [[gratter]], [[racler]];<br /><b>2</b> [[couper en petits morceaux]] ; partager, distribuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κνάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
A scrape away, ἀπόκριναι... εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες whether you did not scrape away, make away with…, Ar. V.965; κατακνήσας (κατακνίσας codd.) [τοῦ κηροῦ] τὸ λευκόν Dsc.2.83:—Pass., κατακνησθείην Ar.Eq.771; κηρὸς κατακεκνησμένος wax scrapings, Asclep. ap. Gal.13.1022.
2 v. κατακνίζω II.3.
German (Pape)
[Seite 1354] (s. κνάω), zerschaben, zerkratzen, zerreiben; vom Käse, κατέκνησας Ar. Vesp. 965; Pass., Jucken empfinden.
French (Bailly abrégé)
κατακνῶ :
1 gratter, racler;
2 couper en petits morceaux ; partager, distribuer.
Étymologie: κατά, κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κνάω afschrapen. overal krabben, in tmesis:. κατὰ μὲν χρόα πάντ’ ὀνύχεσσι... κνάσαιο moge jij met je nagels je hele lichaam krabben Theocr. 7.109.
Russian (Dvoretsky)
κατακνάω: досл. сцарапывать, соскребать, перен. утаивать в свою пользу (τί τινι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακνάω: καταξέω, τέμνω καὶ μερίζω, ἀπόκριναι…, εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἄλαβες, ἂν δὲν διένειμας ἢ κατέξευσας τοὺς τυροὺς διὰ τῆς τυροκνήστεως, Ἀριστοφ. Σφ. 965∙- ὡσαύτως, -κναίω, Θεμίστ. 562Β. Πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ κατακνίζω.
Greek Monotonic
κατακνάω: μέλ. -κνήσω, αποξύνω, απομακρύνω, διώχνω, σε Αριστοφ.