ὑφιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yfizano
|Transliteration C=yfizano
|Beta Code=u(fiza/nw
|Beta Code=u(fiza/nw
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[ὑφίζω]], Arist. ''HA''637b8; <b class="b3">κατὰ τὸν θᾶκον</b> Pyrgioap.Ath.4.143e; <b class="b3">ὑφίζανον κύκλοις</b> [[were crouching beneath]]... E.''Ph.''1382.<br><span class="bld">II</span> [[sink]], [[settle down]], τὸ χῶμα ὑ. App.''Mith.''36, cf. Arr.''An.''2.27.4, Gal.10.973, Procop.''Goth.''4.11.
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[ὑφίζω]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''637b8; <b class="b3">κατὰ τὸν θᾶκον</b> Pyrgioap.Ath.4.143e; <b class="b3">ὑφίζανον κύκλοις</b> [[were crouching beneath]]... E.''Ph.''1382.<br><span class="bld">II</span> [[sink]], [[settle down]], τὸ χῶμα ὑ. App.''Mith.''36, cf. Arr.''An.''2.27.4, Gal.10.973, Procop.''Goth.''4.11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 21:45, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφιζάνω Medium diacritics: ὑφιζάνω Low diacritics: υφιζάνω Capitals: ΥΦΙΖΑΝΩ
Transliteration A: hyphizánō Transliteration B: hyphizanō Transliteration C: yfizano Beta Code: u(fiza/nw

English (LSJ)

A = ὑφίζω, Arist.HA637b8; κατὰ τὸν θᾶκον Pyrgioap.Ath.4.143e; ὑφίζανον κύκλοις were crouching beneath... E.Ph.1382.
II sink, settle down, τὸ χῶμα ὑ. App.Mith.36, cf. Arr.An.2.27.4, Gal.10.973, Procop.Goth.4.11.

French (Bailly abrégé)

I. 1 s'asseoir sous, être posé ou fixé sous, τινι;
2 s'affaisser;
3 déposer, former un dépôt en parl. d'un liquide;
II. être assis derrière.
Étymologie: ὑπό, ἱζάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑφιζάνω: приседать: ὑ. κύκλοις Eur. приседать, прикрываясь щитами.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφιζάνω: ὑφίζω, κατὰ τὸν θᾶκον τὸν τοῦ πατρὸς ὑφιζάνουσιν Πυργίων παρ’ Ἀθην. 143Ε· ἀλλ’ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην, ἀλλ’ ὑπένευον ὑπὸ τὰς ἀσπίδας ὅπως αἱ ὑπὸ τῶν δοράτων προσβολαὶ ἐκπίπτοιεν ἄπρακτοι, Εὐρ. Φοίν. 1382. ΙΙ. κατακαθίζω, τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω Ἀππ. Μιθρ. 26, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 27.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι
2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.)
3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.)
4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω
5. μτφ. εκκλ. (για τους αγγέλους) είμαι κατώτερος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱζάνω, άλλος τ. του ρ. ἵζω].

Greek Monotonic

ὑφιζάνω: = ὑφίξω, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω κάτω από, με δοτ., σε Ευρ.

Middle Liddell

= ὑφίζω
to crouch beneath, c. dat., Eur.