περιστέφω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "( " to "(")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 ( dub. ).
|elnltext=περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 (dub. ).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:20, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστέφω Medium diacritics: περιστέφω Low diacritics: περιστέφω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΩ
Transliteration A: peristéphō Transliteration B: peristephō Transliteration C: peristefo Beta Code: periste/fw

English (LSJ)

enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93:—Pass., Orph.Fr.186: metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.

German (Pape)

[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.

French (Bailly abrégé)

couronner, envelopper.
Étymologie: περί, στέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 (dub. ).

Russian (Dvoretsky)

περιστέφω:
1 окаймлять, окружать (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);
2 оцеплять, осаждать (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις πανταχόθεν Plut.).

English (Autenrieth)

set closely around, surround, Od. 5.303; pass., fig., his words are notcrownedwith grace, Od. 8.175.

Greek Monolingual

Α
1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω
2. περικυκλώνω
3. παθ. περιστέφομαι
μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.).

Greek Monotonic

περιστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστέφω: μέλλ. -ψω, περιβάλλω, περικαλύπτω, ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεὺς Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.

Middle Liddell

fut. ψω
to enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς Od.