νῖκος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ νῑκος)<br /><b>1.</b> [[νίκη]]<br /><b>2.</b> [[εξουσία]], [[επικυριαρχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπερίσχυση]], [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λάφυρα]], [[λεία]]<br /><b>3.</b> [[νικητής]]<br /><b>4.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]]<br /><b>5.</b> [[λαμπρότητα]], [[ακτινοβολία]]<br /><b>6.</b> [[ευημερία]], [[προκοπή]]<br /><b>7.</b> (για δικαστικό αγώνα) [[δικαίωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αἴρω]] (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ (τὸ) νῑκος» — [[νικώ]]<br />β) «μοῦ ἔρχεται τὸ νῑκος» — [[νικώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εἰς νῑκος» — εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νίκη]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[κράτος]], αν δεν πρόκειται για αρχαιότερη λ.].
|mltxt=το (ΑΜ νῑκος)<br /><b>1.</b> [[νίκη]]<br /><b>2.</b> [[εξουσία]], [[επικυριαρχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπερίσχυση]], [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λάφυρα]], [[λεία]]<br /><b>3.</b> [[νικητής]]<br /><b>4.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]]<br /><b>5.</b> [[λαμπρότητα]], [[ακτινοβολία]]<br /><b>6.</b> [[ευημερία]], [[προκοπή]]<br /><b>7.</b> (για δικαστικό αγώνα) [[δικαίωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αἴρω]] (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ (τὸ) νῑκος» — [[νικώ]]<br />β) «μοῦ ἔρχεται τὸ νῑκος» — [[νικώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εἰς νῖκος» — εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νίκη]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[κράτος]], αν δεν πρόκειται για αρχαιότερη λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῖκος Medium diacritics: νῖκος Low diacritics: νίκος Capitals: ΝΙΚΟΣ
Transliteration A: nîkos Transliteration B: nikos Transliteration C: nikos Beta Code: ni=kos

English (LSJ)

εος, τό, later form for νίκη, LXX 1 Es.3.9, BGU1002.14 (i B.C.), IG12 (5).764.2 (Andros, prob. i A.D.; written νεῖκος), Ev.Matt.12.20, Vett.Val.358.5, Orph.A.587, APl.5.381, read by Aristarch. in Il.12.276; εἰς νῖκος for ever, LXX 2 Ki.2.26, al.

German (Pape)

[Seite 257] τό, = νίκη, Sp., wie Polem. 1, 12; Theocr. 22, 129; vgl. Lob. Phryn. 647. Aber Aesch. Suppl. 929 ist nicht hierher zu ziehen.

Russian (Dvoretsky)

νῖκος: εος τό NT = νίκη I.

Greek (Liddell-Scott)

νῖκος: τό, μεταγενέστ. τύπος τοῦ νίκη, Ὀρφ. Ἀργ. 585, Ἀνθ. Πλαν. 381, κτλ.

English (Strong)

from νίκη; a conquest (concretely), i.e. (by implication) triumph: victory.

English (Thayer)

νικους, τό, a later form equivalent to νίκη (cf. Lob. ad Phryn., p. 647; (Buttmann, 23 (20); Winer's Grammar, 24)), victory: εἰς νῖκος, until he have gained the victory, κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος, (A. V. death is swallowed up in victory) i. e. utterly vanquished, Sept. sometimes translate the Hebrew לָנֶצַח, i. e. to everlasting, forever, by εἰς νῖκος, נֶצַח denotes also splendor, victory.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ νῑκος)
1. νίκη
2. εξουσία, επικυριαρχία
μσν.
1. υπερίσχυση, υπεροχή
2. συνεκδ. λάφυρα, λεία
3. νικητής
4. δύναμη, ισχύς
5. λαμπρότητα, ακτινοβολία
6. ευημερία, προκοπή
7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση
8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ (τὸ) νῑκος» — νικώ
β) «μοῦ ἔρχεται τὸ νῑκος» — νικώ
μσν.-αρχ.
φρ. «εἰς νῖκος» — εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νίκη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος, πιθ. αναλογικά προς το κράτος, αν δεν πρόκειται για αρχαιότερη λ.].

Greek Monotonic

νῖκος: τό, μεταγεν. τύπος αντί νίκη, σε Ανθ.

Middle Liddell

later form for νίκη, Anth.]

Chinese

原文音譯:n‹koj 你可士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:征服 相當於: (נֵצַח‎)
字義溯源:征服者,得勝,勝利;源自(νίκη)*=勝利)。參讀 (νίκη)同源字
出現次數:總共(4);太(1);林前(3)
譯字彙編
1) 得勝(3) 林前15:54; 林前15:55; 林前15:57;
2) 勝利(1) 太12:20

French (New Testament)

ους (τὸ) c. νίκη