ὑπεκκαίω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypekkaio
|Transliteration C=ypekkaio
|Beta Code=u(pekkai/w
|Beta Code=u(pekkai/w
|Definition=[[kindle]], [[Theophrastus]] ''Ign.''63: metaph., [[stir up]], ὑ. τὴν γνώμην Luc.''Peregr.''26; [[inflame]], ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.''Dio''22.
|Definition=[[kindle]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''63: metaph., [[stir up]], ὑ. τὴν γνώμην Luc.''Peregr.''26; [[inflame]], ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.''Dio''22.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:43, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκκαίω Medium diacritics: ὑπεκκαίω Low diacritics: υπεκκαίω Capitals: ΥΠΕΚΚΑΙΩ
Transliteration A: hypekkaíō Transliteration B: hypekkaiō Transliteration C: ypekkaio Beta Code: u(pekkai/w

English (LSJ)

kindle, Thphr. Ign.63: metaph., stir up, ὑ. τὴν γνώμην Luc.Peregr.26; inflame, ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.Dio22.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. καίω), von unten od. allmälig ausbrennen, anzünden, Theophr.; τὴν γνώμην, Luc. Peregr. 26; u. so übertr., ὑπεκκαῦσαι καὶ συνεξορμῆσαι, Plut. Dion. 22.

French (Bailly abrégé)

allumer par-dessous ou tout doucement.
Étymologie: ὑπό, ἐκκαίω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκαίω: атт. ὑπεκκάω снизу, тайком или постепенно поджигать, перен. (исподтишка) разжигать, возбуждать (ἔχθραν, πλῆθος Plut.; τὴν γνώμην Luc.): τὸ δίψος ὑπεκκαίεταί μοι Luc. меня томит палящая жажда.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκαίω: μέλλ. -καύσω, ὑποκαίω, ἀνάπτω τι κάτωθενβαθμηδόν, Θεοφράστ. περὶ Πυρ. 63· μεταφορ., ὑπ. τὴν γνώμην Λουκ. Περεγρ. 26, πρβλ. Πλούτ. 2. 616Ε.

Greek Monolingual

ὑπεκκαίω ΝΑ
μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῦμεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. καίω κάτι από κάτω
2. καίω κάτι σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαίω «κατακαίω, ανάβω»].