συντράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntrapezos
|Transliteration C=syntrapezos
|Beta Code=suntra/pezos
|Beta Code=suntra/pezos
|Definition=[ᾰ], ον, [[messmate]], X.''An.''1.9.31; <b class="b3">βίον σ. ἔχειν</b> live with one, E.''Andr.''658; of a dog, Babr.74.7.
|Definition=[ᾰ], ον, [[messmate]], X.''An.''1.9.31; <b class="b3">βίον σ. ἔχειν</b> live with one, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''658; of a dog, Babr.74.7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:33, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντράπεζος Medium diacritics: συντράπεζος Low diacritics: συντράπεζος Capitals: ΣΥΝΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: syntrápezos Transliteration B: syntrapezos Transliteration C: syntrapezos Beta Code: suntra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, messmate, X.An.1.9.31; βίον σ. ἔχειν live with one, E.Andr.658; of a dog, Babr.74.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de table, commensal.
Étymologie: σύν, τράπεζα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντράπεζος -ον, Att. ook ξυντράπεζος [σύν, τράπεζα] met gemeenschappelijke tafel. Eur. Andr. 658. subst. tafelgenoot. Xen. An. 1.9.31.

German (Pape)

mit am Tische; ξυντράπεζον ἀξιοῖς ἔχειν βίον, Eur. Andr. 659; Xen. An. 1.9.31.

Russian (Dvoretsky)

συντράπεζος: (ᾰ) едящий за одним столом: συντράπεζον βίον ἔχειν Eur. есть за одним столом.
IIсотрапезник Xen., Babr.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α
ομοτράπεζος
αρχ.
φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» — συζώ με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπιτράπεζος].

Greek Monotonic

συντράπεζος: [ᾰ], -ον (τράπεζα), ομοτράπεζος, αυτός που δειπνεί στο ίδιο τραπέζι, σύντροφος στο δείπνο, συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· βίον συντράπεζον ἔχειν, συζώ, συμβιώνω με κάποιον, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συντράπεζος: [ᾰ], -ον, ὁμοτράπεζος, ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.

Middle Liddell

συν-τρᾰ́πεζος, ον, τράπεζα
a messmate, Xen.; βίον ς. ἔχειν to live with one, Eur.