οὐρανομήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ouranomikis
|Transliteration C=ouranomikis
|Beta Code=ou)ranomh/khs
|Beta Code=ou)ranomh/khs
|Definition=οὐρανομήκες,<br><span class="bld">A</span> [[high as heaven]], [[shooting up to heaven]], [[exceeding high]] or [[exceeding tall]], [[ἐλάτη]] Od.5.239; δένδρεα [[Herodotus|Hdt.]]2.138; [[στήλη]] Lys.''Fr.''14; λαμπάς A.''Ag.''92 (anap.); <b class="b3">Ἄθω οὐρανομήκη</b> (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">οὐρανομήκης φωνή, κλέος</b>, Ar.''Nu.'' 357, 459 (lyr.); κακόν Arist.''Rh.''1408b13; <b class="b3">οὐ. ποιεῖν τι</b> to [[exalt]] it [[to the skies]], Isoc.15.134; οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.''Fr.''183; διαφορά Phld. ''Rh.''2.272 S.; ἐλπίδες Eun.''Hist.''p.251 D.
|Definition=οὐρανομήκες,<br><span class="bld">A</span> [[high as heaven]], [[shooting up to heaven]], [[exceeding high]] or [[exceeding tall]], [[ἐλάτη]] Od.5.239; δένδρεα [[Herodotus|Hdt.]]2.138; [[στήλη]] Lys.''Fr.''14; λαμπάς [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''92 (anap.); <b class="b3">Ἄθω οὐρανομήκη</b> (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">οὐρανομήκης φωνή, κλέος</b>, Ar.''Nu.'' 357, 459 (lyr.); κακόν Arist.''Rh.''1408b13; <b class="b3">οὐ. ποιεῖν τι</b> to [[exalt]] it [[to the skies]], Isoc.15.134; οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.''Fr.''183; διαφορά Phld. ''Rh.''2.272 S.; ἐλπίδες Eun.''Hist.''p.251 D.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:01, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνομήκης Medium diacritics: οὐρανομήκης Low diacritics: ουρανομήκης Capitals: ΟΥΡΑΝΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: ouranomḗkēs Transliteration B: ouranomēkēs Transliteration C: ouranomikis Beta Code: ou)ranomh/khs

English (LSJ)

οὐρανομήκες,
A high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or exceeding tall, ἐλάτη Od.5.239; δένδρεα Hdt.2.138; στήλη Lys.Fr.14; λαμπάς A.Ag.92 (anap.); Ἄθω οὐρανομήκη (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d.
2 metaph., οὐρανομήκης φωνή, κλέος, Ar.Nu. 357, 459 (lyr.); κακόν Arist.Rh.1408b13; οὐ. ποιεῖν τι to exalt it to the skies, Isoc.15.134; οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.Fr.183; διαφορά Phld. Rh.2.272 S.; ἐλπίδες Eun.Hist.p.251 D.

German (Pape)

[Seite 417] ες, himmelhoch, bis in den Himmel ragend; ἐλάτη, Od. 5, 239; δένδρεα, Her. 2, 138; φοῖνιξ Mel. 1 (VI, 1); οὐρ. λαμπὰς ἀνίσχει, Aesch. Ag. 92; Ar. Nubb. 356; κλέος, 458; auch übertr., οὐρανόμηκές τι ποιεῖν, Isocr. 15, 134; κακόν, Arist. rhet. 3, 11; κλέος, Ep. ad. 211. 505 (App. 308. VII, 84); σημεῖα, Plut. non posse 15.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s'étend jusqu'au ciel ou aussi loin que le ciel.
Étymologie: οὐρανός, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνομήκης:
1 высокий до неба (ἐλάτη Hom.; δένδρεα Her.; φοίνιξ Anth.);
2 возносящийся к небу (φωνή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνομήκης: -ες, ὑψηλὸς ὅσον ὁ οὐρανός, ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος, καθ’ ὑπερβολὴν ὑψηλός, ἐλάτη Ὀδ. Ε. 239˙ δένδρεα Ἡρόδ. 2. 138˙ στήλη Λυσ. παρ’ Ἀριστείδ.˙ λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 92˙ Ἄθως οὐρανομήκη (κλητ.) Ξέρξου Ἐπιστ. παρὰ Πλουτ. 2. 455D. 2) μεταφορ., οὐρ. φωνή, κλέος Ἀριστοφ. Νεφ. 357, 459· κακὸν Ἄδηλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 7˙ οὐρ. ποιεῖν τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρανομήκη˙ ὑψηλὸν λίαν».

English (Autenrieth)

(μῆκος): high as heaven, Od. 5.239†.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ οὐρανομήκης, -όμηκες)
1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.)
2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές
β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ανδρομήκης].

Greek Monotonic

οὐρᾰνομήκης: -ες (μῆκος),
1. ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή ευμήκης, σε Ομήρ. Οδ.· δένδρεα, σε Ηρόδ.· λαμπάς, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., θαυμαστός, εξαίσιος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

οὐρᾰνο-μήκης, ες μῆκος
1. high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or tall, Od.; δένδρεα Hdt.; λαμπάς Aesch.
2. metaph. stupendous, Ar.