ὀργαίνω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀργαίνω]] (Α) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[διεγείρω]] κάποιον<br /><b>2.</b> οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῦν ἔχουσαν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ὀργαίνω]] (Α) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[διεγείρω]] κάποιον<br /><b>2.</b> οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:53, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργαίνω Medium diacritics: ὀργαίνω Low diacritics: οργαίνω Capitals: ΟΡΓΑΙΝΩ
Transliteration A: orgaínō Transliteration B: orgainō Transliteration C: orgaino Beta Code: o)rgai/nw

English (LSJ)

A = ὀργίζω, make angry, enrage, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT335.
II intr., like ὀργίζομαι, grow angry or be angry, Id.Tr.552; τινι with one, E.Alc.1106; cf. ὁρμαίνω II.2.

German (Pape)

[Seite 368] zornig machen, u. allgemeiner, in Leidenschaft versetzen, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, Soph. O. R. 335. – Auch intrans., zornig werden, in Leidenschaft gerathen, Soph. Trach. 549, wie Eur. Alc. 1110, τινί

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ὤργαναopt. 2ᵉ sg. ὀργάνειας;
1 tr. mettre en colère, irriter;
2 intr. se mettre en colère, être irrité : τινί, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.

Russian (Dvoretsky)

ὀργαίνω: (aor. ὤργᾱνα)
1 раздражать, сердить, выводить из себя: καὶ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας - v.l. ὀργήνειας Soph. ты и камень мог бы вывести из себя;
2 раздражаться, выходить из себя Soph.: ὀ. τινί Eur. сердиться на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργαίνω: ἕτερος τύπος τοῦ ὀργίζω ἐν χρήσει μόνον παρὰ Τραγ., παροργίζω τινά, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, εἰς μανίαν διεγείρω, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 335. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ὀργίζομαι, ἀλλ’ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 552· τινί, ἐναντίον τινός, Εὐρ. Ἄλκ. 1106· πρβλ. ὀρμαίνω ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

ὀργαίνω (Α) οργή
1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον
2. οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ὀργαίνω: (ὀργή), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὤργᾱνα·
I. προκαλώ οργή, εξοργίζω, σε Σοφ.
II. αμτβ., γίνομαι ή είμαι οργισμένος, στον ίδ., Ευρ.

Middle Liddell

ὀργή
I. to make angry, enrage, Soph.
II. intr. to grow or be angry, Soph., Eur.