Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀχεία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) das [[Bespringen]], [[Belegen]], [[Bespringenlassen]], von Tieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ [[κύων]] ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von [[ὀχέω]] abgeleitet, nach Hesych. ποντία [[ὀχεία]], Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) das [[Bespringen]], [[Belegen]], [[Bespringenlassen]], von Tieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ [[κύων]] ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von [[ὀχέω]] abgeleitet, nach Hesych. ποντία [[ὀχεία]], [[Schiffshalter]], Umschreibung für [[Anker]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 06:10, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχεία Medium diacritics: ὀχεία Low diacritics: οχεία Capitals: ΟΧΕΙΑ
Transliteration A: ocheía Transliteration B: ocheia Transliteration C: ocheia Beta Code: o)xei/a

English (LSJ)

ἡ, (ὀχεύω)
A a mounting, covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, ὀχείαν προσίεσθαι, ὀχείαν ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀχείας in the breeding season, Theophrastus Od.61.
2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-).
II (ὀχέω) ὀχεία ποντία = holder of the ship, i.e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Tieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεία: ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.

Greek Monotonic

ὀχεία: ἠ (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀχεία, ἡ, ὀχεύω
a covering or impregnating, of the male animal, Xen.