στρατηλάτης: Difference between revisions
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=στρᾰτηλᾰ́της | ||
|Medium diacritics=στρατηλάτης | |Medium diacritics=στρατηλάτης | ||
|Low diacritics=στρατηλάτης | |Low diacritics=στρατηλάτης |
Revision as of 16:57, 26 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, leader of an army, general, commander, Pratin.Lyr.1.9, S.Aj.1223, E.Ph.1241, and in late Prose, OGI648 (Palmyra, iii A.D.), PLips.48.23 (iv A.D.), etc.; = magister militum, Zos.2.33, Glossaria, POxy.1983.2 (vi A.D.), etc.; Ἑλλάδος E.Or.970 (lyr.); also of an admiral, σ. νεῶν A.Eu.637.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d'armée, général ; νεῶν ESCHL chef d'une flotte.
Étymologie: στρατός, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηλάτης -ου, ὁ [στρατός, ἐλαύνω] Dor. gen. plur. στρατηλατᾶν Eur. Or. 970, legeraanvoerder;. σ. νεῶν bevelhebber van de schepen, admiraal Aeschl. Eum. 637.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηλάτης: ου (λᾰ) ὁ (главно)командующий, полководец Soph., Eur.: σ. νεῶν Aesch., Eur. командующий флотом.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ὁδηγῶν στρατόν, στρατηγός, διοικητὴς στρατοῦ, Πρατίν. 1, 11, Σοφ. Αἴ. 1223, Εὐρ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἑλλάδος ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 970· ὡσαύτως ἐπὶ ναυάρχου, στρ. νεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, -ιδος, Α
ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού
νεοελλ.
1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο
2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης»)
αρχ.
1. ναύαρχος
2. το θηλ. ἡ στρατηλάτις
προσωνυμία της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηλάτης (< ἐλαύνω) πρβλ. ποδ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί το στράτευμα, στρατηγός, διοικητής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, στρατηλάτης νεῶν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
στρᾰ˘τ-ηλάτης, ου, ὁ, ἐλαύνω
a leader of an army, a general, commander, Soph., Eur., etc.; of an admiral, στρ. νεῶν Aesch.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήμ. ἐλαύνω καί στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρατηλάτης: στρατηλατῶ, στρατηλασία, στρατηλατικός.