ἐπιρρήσσω: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρρήσσω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἐπιρράσσω]], [[σύρω]], σπρώχνω τι ἐπί τινος [[μετὰ]] δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο [[ὅπως]] κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... [[ἐπιβλής]]..., τὸν [[τρεῖς]] μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε [[ἐπιρράσσω]]. 2) [[παρασύρω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292. | |lstext='''ἐπιρρήσσω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἐπιρράσσω]], [[σύρω]], σπρώχνω τι ἐπί τινος [[μετὰ]] δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο [[ὅπως]] κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... [[ἐπιβλής]]..., τὸν [[τρεῖς]] μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε [[ἐπιρράσσω]]. 2) [[παρασύρω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> itér;<br /><b>1</b> frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;<br /><b>2</b> déchirer (un vêtement) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], *[[ῥήσσω]], c. [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A v. ἐπιρράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.