ἀρά: Difference between revisions
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρά''': Ἰων. ἀρή, ἡ, [[εὐχή]], [[εὐχωλή]], [[προσευχή]], ἀράων ἀΐων (ὁ [[Ζεὺς]]) Νηληϊάδαο γέροντος Ἰλ. Ο. 378· ὠκέα δ’ [[Ἶρις]] ἀράων ἀΐουσα Ψ. 199· Θέτιδος ἐξαίσιον ἀρὴν Ο. 598, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 724, Πινδ. Ι. 5 (6). 63· [[ἀρήν]] ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι Ἀρίστωνι Ἡροδ. 6. 63· ἀρὰ Ἀνάω Ἐπιγρ. Κύπρ. 97, Hoff., GD. Ι. 83 = Meister 25 i ἀρὰ Διί, κτλ. 2) [[κατάρα]], [[ἐπίκλησις]] τῆς θείας ἐκδικήσεως, ἐξ ἀρέων μητρός.., ἥ ῥα θεοῖσιν πόλλ’ ἀχέουσ’ [[ἠρᾶτο]] Ἰλ. Ι. 566· [[συχν]]. παρὰ Τραγ., οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται αὐτήν ἐν τῷ πληθυντ. π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 910, Σοφ. Ο. Τ. 295, Εὐρ. Φοίν. 67· ἀράς, ἀρᾶσθαι, προστιθέναι, ἐξανιέναι Σοφ. Ο. Κ. 952, 154, 1375· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ καθ’ ἐνικ., πατρὸς δ’ ἀρά... κρανθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 910, πρβλ. 946, Ἀγ. 457, κτλ.· ἡ τοῦ νόμου ἀρὰ Πλάτ. Νόμ. 871Β· ἀρᾷ... [[ἔνοχος]] ἔστω [[αὐτόθι]] 742Β, κτλ.: ἀραί, dirae, κατάραι εὕρηνται ἐπιγεγραμμέναι [[συχν]]. ἐν ἐπιγρ. [[ἐναντίον]] ἐκείνων οἵτινες [[ἤθελον]] ἀκρωτηριάσῃ ἢ μετακινήσῃ αὐτὰς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 989-991, 2664, κ. ἀλλ., ἴδε Newton Ἁλικ. 2. σ. 720 - 45. ΙΙ. Τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς κατάρας, [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι (εὐκτ.) Ἰλ. Μ. 334· ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι Σ. 100· ἀρὴν καί λοιγὸν ἀμῦναι Ω. 489, πρβλ. Ὀδ. Β. 59· οὕτω καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 83, [[ἔνθα]] ἡ ἑρμην. τοῦ Σχολ. βλάβης ἐπιβεβαιοῖ τὴν γραφὴν ἀρῆς ἀντὶ ἄρης. ΙΙΙ. ἡ Ἀρά, κατὰ προσωποποίησιν, [[εἶναι]] ἡ θεὰ τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς ἐκδικήσεως, Λατ. Dira, διακρινομένη τῶν Ἐρινύων ἂν καὶ εἶχε τὸ αὐτὸ [[ἔργον]], ὦ πότνι’ Ἀρά σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες Σοφ. Ἠλ. 111, [[δεινόπους]] Ἀρὰ (πρβλ. [[χαλκόπους]] Ἐρινὺς) ὁ αὐτ. Ο. Τ. 418· ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 417 αἱ Ἐρινύες λέγουσιν ὅτι Ἀραὶ [[εἶναι]] τὸ ἑαυτῶν [[ὄνομα]] [[ὑποκάτω]] τῆς γῆς, γῆς [[ὑπαί]], πρβλ. Θήβ. 701· - ἐν Θήβ. 70 ἡ Ἀρὰ προσφωνεῖται ὡς [[προσωποποίησις]] τῆς κατάρας τοῦ Οἰδίποδος· Ἀρᾶς ἱερὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 481· ([[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀράομαι]]) [ᾱρ- Ἐπ. ἐν ἄρσει, ᾰρ- ἐν θέσει, ἀλλ’ ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ. ᾱρ- ἀείποτε. Παρ’ Ἀττ. [[πάντοτε]] ᾰρ-]. | |lstext='''ἀρά''': Ἰων. ἀρή, ἡ, [[εὐχή]], [[εὐχωλή]], [[προσευχή]], ἀράων ἀΐων (ὁ [[Ζεὺς]]) Νηληϊάδαο γέροντος Ἰλ. Ο. 378· ὠκέα δ’ [[Ἶρις]] ἀράων ἀΐουσα Ψ. 199· Θέτιδος ἐξαίσιον ἀρὴν Ο. 598, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 724, Πινδ. Ι. 5 (6). 63· [[ἀρήν]] ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι Ἀρίστωνι Ἡροδ. 6. 63· ἀρὰ Ἀνάω Ἐπιγρ. Κύπρ. 97, Hoff., GD. Ι. 83 = Meister 25 i ἀρὰ Διί, κτλ. 2) [[κατάρα]], [[ἐπίκλησις]] τῆς θείας ἐκδικήσεως, ἐξ ἀρέων μητρός.., ἥ ῥα θεοῖσιν πόλλ’ ἀχέουσ’ [[ἠρᾶτο]] Ἰλ. Ι. 566· [[συχν]]. παρὰ Τραγ., οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται αὐτήν ἐν τῷ πληθυντ. π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 910, Σοφ. Ο. Τ. 295, Εὐρ. Φοίν. 67· ἀράς, ἀρᾶσθαι, προστιθέναι, ἐξανιέναι Σοφ. Ο. Κ. 952, 154, 1375· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ καθ’ ἐνικ., πατρὸς δ’ ἀρά... κρανθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 910, πρβλ. 946, Ἀγ. 457, κτλ.· ἡ τοῦ νόμου ἀρὰ Πλάτ. Νόμ. 871Β· ἀρᾷ... [[ἔνοχος]] ἔστω [[αὐτόθι]] 742Β, κτλ.: ἀραί, dirae, κατάραι εὕρηνται ἐπιγεγραμμέναι [[συχν]]. ἐν ἐπιγρ. [[ἐναντίον]] ἐκείνων οἵτινες [[ἤθελον]] ἀκρωτηριάσῃ ἢ μετακινήσῃ αὐτὰς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 989-991, 2664, κ. ἀλλ., ἴδε Newton Ἁλικ. 2. σ. 720 - 45. ΙΙ. Τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς κατάρας, [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι (εὐκτ.) Ἰλ. Μ. 334· ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι Σ. 100· ἀρὴν καί λοιγὸν ἀμῦναι Ω. 489, πρβλ. Ὀδ. Β. 59· οὕτω καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 83, [[ἔνθα]] ἡ ἑρμην. τοῦ Σχολ. βλάβης ἐπιβεβαιοῖ τὴν γραφὴν ἀρῆς ἀντὶ ἄρης. ΙΙΙ. ἡ Ἀρά, κατὰ προσωποποίησιν, [[εἶναι]] ἡ θεὰ τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς ἐκδικήσεως, Λατ. Dira, διακρινομένη τῶν Ἐρινύων ἂν καὶ εἶχε τὸ αὐτὸ [[ἔργον]], ὦ πότνι’ Ἀρά σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες Σοφ. Ἠλ. 111, [[δεινόπους]] Ἀρὰ (πρβλ. [[χαλκόπους]] Ἐρινὺς) ὁ αὐτ. Ο. Τ. 418· ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 417 αἱ Ἐρινύες λέγουσιν ὅτι Ἀραὶ [[εἶναι]] τὸ ἑαυτῶν [[ὄνομα]] [[ὑποκάτω]] τῆς γῆς, γῆς [[ὑπαί]], πρβλ. Θήβ. 701· - ἐν Θήβ. 70 ἡ Ἀρὰ προσφωνεῖται ὡς [[προσωποποίησις]] τῆς κατάρας τοῦ Οἰδίποδος· Ἀρᾶς ἱερὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 481· ([[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀράομαι]]) [ᾱρ- Ἐπ. ἐν ἄρσει, ᾰρ- ἐν θέσει, ἀλλ’ ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ. ᾱρ- ἀείποτε. Παρ’ Ἀττ. [[πάντοτε]] ᾰρ-]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> prière ; ἀρὴν <i>(ion.)</i> ποιεῖσθαι avec une prop. inf. HDT prier <i>ou</i> souhaiter que;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> imprécation, malédiction ; ἀρὰς [[ἀρᾶσθαι]] SOPH prononcer des imprécations contre qqn ; l’Imprécation personnifiée ; [[αἱ]] Ἀραί les Imprécations;<br /><b>3</b> l’effet d’une malédiction, perte, ruine ; [[αἱ]] Ἀραί les divinités vengeresses : Ἀρὰς καλοῦμαι SOPH j’invoque les divinités vengeresses, <i>càd</i> je maudis.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἀρή, ἡ,
A prayer, Il.15.378,598, 23.199, Hes.Op.726, Pi.I. 6(5).43; ἀρὴν ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι Ἀρίστωνι offered prayers that a child should be born, Hdt.6.63. 2 vow, Inscr.Cypr.83, 147H. 3 curse, imprecation, ἐξ ἀρέων μητρὸς . . ἥ ῥα θεοῖσι πόλλ' ἀχέουσ' ἠρᾶτο Il.9.566; freq. in Trag., mostly in pl., A.Pr.910, S.OT 295; ἀρὰς ἀρᾶσθαι,προστιθέναι, ἐξανιέναι, E.Ph.67, S.OC952,154(lyr.), 1375; ἐπεύχεσθαι Pl.Criti.119e; θέσθαι ἐπί τινας Plu.Cam.13: also in sg., πατρὸς δ' ἀ. κρανθήσεται A.Pr.910, cf. Ag.457 (lyr.), etc.; ἡ τοῦ νόμου ἀ. Pl.Lg.871b; ἀρᾷ . . ἔνοχος ἔστω ib.742b, etc.: in pl., imprecations, freq. in Inscrr. on those who shall mutilate or remove them, Inscr.Magn.105.53 (ii B. C.), IG3.1417 sqq. II Ἀρά personified as the goddess of destruction and revenge, ὦ πότνι' Ἀρὰ σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες S.El.III; δεινόπους Ἀρά Id.OT418; but in A.Eu.417 the Erinyes say that Ἀραί is their own name γῆς ὑπαί; Ἀρά τ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής Id.Th.70; Ἀρᾶς ἱερόν Ar.Fr.575. (Hence the Verb ἀράομαι.) [Ep. always ᾱρ, Att. always ᾰρ.] (From ἀρϝᾱ, cf. κάταρ ϝος.)
German (Pape)
[Seite 343] ἡ, Gebet, Flehen, Il. 15, 378. 23, 199 Od. 4, 767; ἐξαίσιον ἀρήν Iliad. 15, 598; Pind. I. 5, 40; Verwünschung, Fluch, ἐξ ἀρέων μητρὸς κεχολωμένος Iliad. 9, 566; εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο· οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐύθρονον ἠῶ ἵκοιτο Od. 17, 496; ἀρὴν ἀμύνειν, das Verderben abwehren, Iliad. 12, 334. 16, 512. 24, 489 Od. 2, 59. 17, 538. 22, 208; ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι Iliad. 18, 100; – Verwünschung, Fluch, gew. Tragg., die Ἀρά auch personificirt zu einer Rachegöttin machen, Soph. El. 111; θεῶν ἀρά, der Götter Rache, Tr. 1299; – ἀρὴν ποιεῖσθαι beten Her. 6, 63; verfluchen Pol. 9, 40, 6; μεγάλας ἀρὰς ἐπεύχεσθαί τινι Plat. Critia 119 e, u. sonst, im bösen Sinne. Das erste α ist kurz, bei Ep. in der Vershebung lang.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρά: Ἰων. ἀρή, ἡ, εὐχή, εὐχωλή, προσευχή, ἀράων ἀΐων (ὁ Ζεὺς) Νηληϊάδαο γέροντος Ἰλ. Ο. 378· ὠκέα δ’ Ἶρις ἀράων ἀΐουσα Ψ. 199· Θέτιδος ἐξαίσιον ἀρὴν Ο. 598, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 724, Πινδ. Ι. 5 (6). 63· ἀρήν ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι Ἀρίστωνι Ἡροδ. 6. 63· ἀρὰ Ἀνάω Ἐπιγρ. Κύπρ. 97, Hoff., GD. Ι. 83 = Meister 25 i ἀρὰ Διί, κτλ. 2) κατάρα, ἐπίκλησις τῆς θείας ἐκδικήσεως, ἐξ ἀρέων μητρός.., ἥ ῥα θεοῖσιν πόλλ’ ἀχέουσ’ ἠρᾶτο Ἰλ. Ι. 566· συχν. παρὰ Τραγ., οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται αὐτήν ἐν τῷ πληθυντ. π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 910, Σοφ. Ο. Τ. 295, Εὐρ. Φοίν. 67· ἀράς, ἀρᾶσθαι, προστιθέναι, ἐξανιέναι Σοφ. Ο. Κ. 952, 154, 1375· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ καθ’ ἐνικ., πατρὸς δ’ ἀρά... κρανθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 910, πρβλ. 946, Ἀγ. 457, κτλ.· ἡ τοῦ νόμου ἀρὰ Πλάτ. Νόμ. 871Β· ἀρᾷ... ἔνοχος ἔστω αὐτόθι 742Β, κτλ.: ἀραί, dirae, κατάραι εὕρηνται ἐπιγεγραμμέναι συχν. ἐν ἐπιγρ. ἐναντίον ἐκείνων οἵτινες ἤθελον ἀκρωτηριάσῃ ἢ μετακινήσῃ αὐτὰς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 989-991, 2664, κ. ἀλλ., ἴδε Newton Ἁλικ. 2. σ. 720 - 45. ΙΙ. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κατάρας, καταστροφή, ὄλεθρος, ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι (εὐκτ.) Ἰλ. Μ. 334· ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι Σ. 100· ἀρὴν καί λοιγὸν ἀμῦναι Ω. 489, πρβλ. Ὀδ. Β. 59· οὕτω καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 83, ἔνθα ἡ ἑρμην. τοῦ Σχολ. βλάβης ἐπιβεβαιοῖ τὴν γραφὴν ἀρῆς ἀντὶ ἄρης. ΙΙΙ. ἡ Ἀρά, κατὰ προσωποποίησιν, εἶναι ἡ θεὰ τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς ἐκδικήσεως, Λατ. Dira, διακρινομένη τῶν Ἐρινύων ἂν καὶ εἶχε τὸ αὐτὸ ἔργον, ὦ πότνι’ Ἀρά σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες Σοφ. Ἠλ. 111, δεινόπους Ἀρὰ (πρβλ. χαλκόπους Ἐρινὺς) ὁ αὐτ. Ο. Τ. 418· ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 417 αἱ Ἐρινύες λέγουσιν ὅτι Ἀραὶ εἶναι τὸ ἑαυτῶν ὄνομα ὑποκάτω τῆς γῆς, γῆς ὑπαί, πρβλ. Θήβ. 701· - ἐν Θήβ. 70 ἡ Ἀρὰ προσφωνεῖται ὡς προσωποποίησις τῆς κατάρας τοῦ Οἰδίποδος· Ἀρᾶς ἱερὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 481· (ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀράομαι) [ᾱρ- Ἐπ. ἐν ἄρσει, ᾰρ- ἐν θέσει, ἀλλ’ ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ. ᾱρ- ἀείποτε. Παρ’ Ἀττ. πάντοτε ᾰρ-].
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 prière ; ἀρὴν (ion.) ποιεῖσθαι avec une prop. inf. HDT prier ou souhaiter que;
2 en mauv. part imprécation, malédiction ; ἀρὰς ἀρᾶσθαι SOPH prononcer des imprécations contre qqn ; l’Imprécation personnifiée ; αἱ Ἀραί les Imprécations;
3 l’effet d’une malédiction, perte, ruine ; αἱ Ἀραί les divinités vengeresses : Ἀρὰς καλοῦμαι SOPH j’invoque les divinités vengeresses, càd je maudis.
Étymologie: DELG étym. incert.