διακυβερνάω: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_23)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακῠβερνάω''': κυβερνῶ διὰ μέσου, [[διευθύνω]], τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.
|lstext='''διακῠβερνάω''': κυβερνῶ διὰ μέσου, [[διευθύνω]], τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dirigir]], [[gobernar con poder absoluto]] c. suj. de divinidades, fuerzas cósmicas o abstr. τὸ θνητὸν διακυβερνᾶν ζῷον por parte de ciertos dioses, Pl.<i>Ti</i>.42e, καὶ μετὰ θεοῦ τύχη καὶ καιρός, τἀνθρώπινα διακυβερνῶσι σύμπαντα Pl.<i>Lg</i>.709b, (τὰ σύμπαντα) νοῦς Pl.<i>Phlb</i>.28d, θεὲ τὴν πᾶσαν διακυβερνῶν ... κτίσιν LXX 3<i>Ma</i>.6.2, τήν γε Νομᾶ βασιλείαν ... εὐτυχία Plu.2.321b, (Ἔρωτες) τὸ θνητὸν ἅπαν διακυβερνῶντες Philostr.<i>Im</i>.1.6, ὁ δὲ ἄγγελος ... αὐτούς Herm.<i>Sim</i>.8.3.3, en v. pas. νόμοις (Θεοῦ) ... τὸν σύμπαντα διακυβερνᾶσθαι Eus.<i>PE</i> 7.10.2, cf. Iambl.<i>Myst</i>.3.6, 8.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. διεκυβερνᾶτο παρ' ἡμῶν τὰς ὁρμάς dicho de la filosofía, Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.9.13<br /><b class="num">•</b>del único gobernante διακυβερνῶντα ... πολιτείαν Pl.<i>Plt</i>.301d, τὸν πόλεμον Plu.<i>Pyrrh</i>.16<br /><b class="num">•</b>de una mujer ἐκ τοῦ το<ιο>ύτου καιροῦ ἐμαυτὴν ... διακεκυβερνηκυῖα habiendo pilotado con firmeza mi vida hasta superar circunstancias tan difíciles</i>, <i>UPZ</i> 59.16 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[controlar]] abs. διὸ [[δεῖ]] ἐν ταῖς μεταβολαῖς μάλιστα διακυβερνᾶν por lo que en momentos de cambio (de clima) se debe tener el máximo control</i> Arist.<i>Pr</i>.859<sup>a</sup>18<br /><b class="num">•</b>[[presidir]] οἴνου χωρὶς ... διακυβερνῆσαι τὸν πότον presidir el banquete ... sin vino</i> Plu.2.712b.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῠβερνάω Medium diacritics: διακυβερνάω Low diacritics: διακυβερνάω Capitals: ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΑΩ
Transliteration A: diakybernáō Transliteration B: diakybernaō Transliteration C: diakyvernao Beta Code: diakuberna/w

English (LSJ)

   A steer through, pilot, τὸ θνητὸν ζῷον, τἀνθρώπινα, Pl. Ti.42e, Lg.709b; τὸν κόσμον Plu.2.1026f; τὸν πότον ib.712b; ἐμαυτήν τε καὶ τὸ παιδίον σοῦ PLond.1.42.16 (ii B.C.); of a physician, Arist.Pr.859a18:—Pass., Iamb.Myst.8.3.

German (Pape)

[Seite 585] durchsteuern, regieren; πολιτείαν Plat. Polit. 301 d; Phil. 28 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠβερνάω: κυβερνῶ διὰ μέσου, διευθύνω, τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.

Spanish (DGE)

dirigir, gobernar con poder absoluto c. suj. de divinidades, fuerzas cósmicas o abstr. τὸ θνητὸν διακυβερνᾶν ζῷον por parte de ciertos dioses, Pl.Ti.42e, καὶ μετὰ θεοῦ τύχη καὶ καιρός, τἀνθρώπινα διακυβερνῶσι σύμπαντα Pl.Lg.709b, (τὰ σύμπαντα) νοῦς Pl.Phlb.28d, θεὲ τὴν πᾶσαν διακυβερνῶν ... κτίσιν LXX 3Ma.6.2, τήν γε Νομᾶ βασιλείαν ... εὐτυχία Plu.2.321b, (Ἔρωτες) τὸ θνητὸν ἅπαν διακυβερνῶντες Philostr.Im.1.6, ὁ δὲ ἄγγελος ... αὐτούς Herm.Sim.8.3.3, en v. pas. νόμοις (Θεοῦ) ... τὸν σύμπαντα διακυβερνᾶσθαι Eus.PE 7.10.2, cf. Iambl.Myst.3.6, 8.3
en v. med. mismo sent. διεκυβερνᾶτο παρ' ἡμῶν τὰς ὁρμάς dicho de la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.9.13
del único gobernante διακυβερνῶντα ... πολιτείαν Pl.Plt.301d, τὸν πόλεμον Plu.Pyrrh.16
de una mujer ἐκ τοῦ το<ιο>ύτου καιροῦ ἐμαυτὴν ... διακεκυβερνηκυῖα habiendo pilotado con firmeza mi vida hasta superar circunstancias tan difíciles, UPZ 59.16 (II a.C.)
controlar abs. διὸ δεῖ ἐν ταῖς μεταβολαῖς μάλιστα διακυβερνᾶν por lo que en momentos de cambio (de clima) se debe tener el máximo control Arist.Pr.859a18
presidir οἴνου χωρὶς ... διακυβερνῆσαι τὸν πότον presidir el banquete ... sin vino Plu.2.712b.