μύρον: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρον''': [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων [[εὐώδης]] χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ [[μύρω]] ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ [[μύρρα]], ἀλλ’ ἡ λέξ. [[εἶναι]] πιθ. ξενικὴ τὴν [[ἀρχήν]], πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες [[ἔλαιον]], [[βάλσαμον]], Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας [[μύρον]] (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: [[ἔλαιον]] εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., [[μύρον]] ἐπὶ [[φακῆ]], δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς [[πρᾶγμα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. - Mεγάλη [[ποικιλία]] αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων [[ἀγορά]], τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· [[ἵσταται]] ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. [[μυρσίνη]] ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν [[πρᾶγμα]], Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597. | |lstext='''μύρον''': [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων [[εὐώδης]] χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ [[μύρω]] ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ [[μύρρα]], ἀλλ’ ἡ λέξ. [[εἶναι]] πιθ. ξενικὴ τὴν [[ἀρχήν]], πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες [[ἔλαιον]], [[βάλσαμον]], Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας [[μύρον]] (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: [[ἔλαιον]] εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., [[μύρον]] ἐπὶ [[φακῆ]], δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς [[πρᾶγμα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. - Mεγάλη [[ποικιλία]] αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων [[ἀγορά]], τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· [[ἵσταται]] ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. [[μυρσίνη]] ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν [[πρᾶγμα]], Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />parfum liquide, huile <i>ou</i> essence parfumée.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A sweet oil, unguent, perfume, Archil.31 (pl.), Alc.36, Sapph.Supp.23.18, Anacr.9, A.Fr.14 (pl.), Hdt.3.22; μύρον ἑψῆσαι Ar.Lys.946; ὄζω μύρου Id.Ec.524; μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Pl. R.398a; mixed with wine, Ael.VH12.31; various kinds in Dsc.1.42 sqq., Ath.15.688e sqq.; μ. Μενδήσιον, ἠθητόν, PCair.Zen.89.3, 436.1 (iii B. C.): prov., τὸ ἐπὶ τῇ φακῇ μ. sweet oil on lentils, i.e. 'a jewel of gold in a swine's snout', Cic.Att.1.19.2, cf. Stratt.45, Sopat.14, title of Menippean Satire by Varro. 2 place where unguents were sold, perfume-market, τὰ μειράκια . . τἀν τῷ μ. Ar.Eq.1375, cf. Polyzel.11; οἱ δ' ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Pherecr.2; ἵσταται πρὸς τῷ μ. Eup.209. 3 metaph., anything graceful or charming, AP 5.89.
German (Pape)
[Seite 221] τό, eigtl. ein von selbst ausfließender, wohlriechender Pslauzensast, bes. der Myrrhensaft, nach Ath. von μύῤῥα (Fremdwort, die Alten leiten es von μύρω ab). – Ueberh. jede wohlriechende Salbe; wohlriechendes Oel; μύροις ἀλείφεσθαι, zuerst bei Archil. 11; vgl. Ath. XV, 688 c; τεῦχος οὐ μύρου πνέον, Soph. frg. 147; ἐνόπτρων καὶ μύρων ἐπιστάτας, Eur. Or. 1112; μύρον ἕψειν, Ar. Lys. 946, μύρου ὄζειν, nach Salbe duften, Eccl. 524, der auch den Ort, wo wohlriechende Salben verkauft wurden, so nennt, τἀν τῷ μύρῳ, auf dem Salbenmarkt, Equ. 1372. Oft bei anderen Cunic.; Ath. II, 48 c, λούομάι μύροις ψακαστοῖς, III, 101 c, aus Archestrat., στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεραπεύειν, u. XII, 548 c aus Anaxil., ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων, u. A.; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, Plat. Rep. III, 398 e, μύρα καὶ θυμιάματα, 373 a; Folgde; auch mit Wein gemischt, Ael. V. H. 12, 31; Ath. führt übrigens eine große Menge verschiedener μύρα an; sp. D. brauchten es allgemein für alles Liebreizende, vgl. Iac. A. P. p. 597; dah. auch Liebkosungswort Verliebter, vgl. Ep. ad. 67 (V, 91). – Sprichwörtlich μύρον ἐπὶ φακῇ, Myrrhenöl zu Linsen, d. i. Kostbares auf eine schlechte Sache verwenden, Gië. Att. 1, 19; vgl. Phereer. bei Ath. IV, 160 b u. Mein. com. II, 780.
Greek (Liddell-Scott)
μύρον: [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων εὐώδης χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ μύρω ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ μύρρα, ἀλλ’ ἡ λέξ. εἶναι πιθ. ξενικὴ τὴν ἀρχήν, πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες ἔλαιον, βάλσαμον, Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας μύρον (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: ἔλαιον εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ μετὰ τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., μύρον ἐπὶ φακῆ, δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς πρᾶγμα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ αὐτόθι Meineke. - Mεγάλη ποικιλία αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) τόπος ἔνθα ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων ἀγορά, τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· ἵσταται ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. μυρσίνη ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν πρᾶγμα, Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
parfum liquide, huile ou essence parfumée.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.