ὑποθυμιάω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_2) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποθυμιάω''': [[καπνίζω]] [[κάτωθεν]], Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ [[ὅπως]] καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ. | |lstext='''ὑποθυμιάω''': [[καπνίζω]] [[κάτωθεν]], Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ [[ὅπως]] καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποθῡμιάω:''' окуривать (τῷ θείῳ τι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A fumigate, τι θείῳ Luc.DMeretr.4.5:—Med., aor. 1, Hp.Mul.2.128:—Pass., to be burnt for fumigation, Dsc.1.6,76, 3.112. II abs. in Act., make a thick smoke, Aen.Tact.32.1.
German (Pape)
[Seite 1218] Weihrauch od. andere wohlriechende Specereien auf untergelegtem Feuer verbrennen, damit räuchern; Luc. D. Mer. 4; Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθυμιάω: καπνίζω κάτωθεν, Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ ὅπως καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθῡμιάω: окуривать (τῷ θείῳ τι Luc.).