ἀπριάτην: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπριάτην''': [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ πρίασθαι, [[ἄνευ]] πληρωμῆς χρημάτων, [[ἔνθα]] με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων [[ἥρως]] [[ἀπριάτην]], «ἔστι ἐν τούτοις τὸ [[ἀπριάτην]] ὡς [[ἐπίρρημα]] δηλοῦν τὸ [[δίχα]] τοῦ πρίασθαι, ἵνα ᾖ ἀντὶ τοῦ [[προῖκα]], κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἄντην]] καὶ [[μάτην]]· [[ἴσως]] δὲ καὶ ὡς [[ὄνομα]]. - ἐν δὲ γε τῇ Ἰλιάδι (Α. 99) ληφθεῖσα καὶ ὡς [[ὄνομα]] ἡ τοιαύτη [[λέξις]] θηλυκοῦ γένους ἦν» (Εὐστ.) Ὀδ. Ξ. 317· μή με [[ἀπριάτην]] περάσαντες ἐμῆς ἀποναίατο [[τιμῆς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132· [[δόμεναι]]… κούρην [[ἀπριάτην]], ἀνάποινον Ἰλ. Α. 99· ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ (καθὰ λέγει καὶ ὁ Εὐστάθ., ἴδε ἀνωτέρω) [[ἐπειδὴ]] συνάπτεται [[μετὰ]] τῆς λέξεως ἀνάποινον, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐπίθετον, ὡς πιθαν. νὰ [[εἶναι]] καὶ τῷ Ὁμηρικῷ ὕμν., ἐνθ’ ἀνωτ.· καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 151. 8, μεταχειρίζεται αἰτιατ. πληθ. ἀπριάτας, ἀλλ’ ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[εἶναι]] βεβαίως ἐπίρρ., ὁ δὲ Βουττμ. ἑπόμενος τῷ Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ. θέλει νὰ τὸ ἐκλάβῃ οὕτω καὶ ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - ἀπριάδην (κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν του Ριανοῦ) θὰ ἦτο ὁ ἀναλογώτερος [[τύπος]].
|lstext='''ἀπριάτην''': [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ πρίασθαι, [[ἄνευ]] πληρωμῆς χρημάτων, [[ἔνθα]] με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων [[ἥρως]] [[ἀπριάτην]], «ἔστι ἐν τούτοις τὸ [[ἀπριάτην]] ὡς [[ἐπίρρημα]] δηλοῦν τὸ [[δίχα]] τοῦ πρίασθαι, ἵνα ᾖ ἀντὶ τοῦ [[προῖκα]], κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἄντην]] καὶ [[μάτην]]· [[ἴσως]] δὲ καὶ ὡς [[ὄνομα]]. - ἐν δὲ γε τῇ Ἰλιάδι (Α. 99) ληφθεῖσα καὶ ὡς [[ὄνομα]] ἡ τοιαύτη [[λέξις]] θηλυκοῦ γένους ἦν» (Εὐστ.) Ὀδ. Ξ. 317· μή με [[ἀπριάτην]] περάσαντες ἐμῆς ἀποναίατο [[τιμῆς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132· [[δόμεναι]]… κούρην [[ἀπριάτην]], ἀνάποινον Ἰλ. Α. 99· ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ (καθὰ λέγει καὶ ὁ Εὐστάθ., ἴδε ἀνωτέρω) [[ἐπειδὴ]] συνάπτεται [[μετὰ]] τῆς λέξεως ἀνάποινον, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐπίθετον, ὡς πιθαν. νὰ [[εἶναι]] καὶ τῷ Ὁμηρικῷ ὕμν., ἐνθ’ ἀνωτ.· καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 151. 8, μεταχειρίζεται αἰτιατ. πληθ. ἀπριάτας, ἀλλ’ ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[εἶναι]] βεβαίως ἐπίρρ., ὁ δὲ Βουττμ. ἑπόμενος τῷ Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ. θέλει νὰ τὸ ἐκλάβῃ οὕτω καὶ ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - ἀπριάδην (κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν του Ριανοῦ) θὰ ἦτο ὁ ἀναλογώτερος [[τύπος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans rançon.<br />'''Étymologie:''' acc. fém. sg. de [[ἀπρίατος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρῐάτην Medium diacritics: ἀπριάτην Low diacritics: απριάτην Capitals: ΑΠΡΙΑΤΗΝ
Transliteration A: apriátēn Transliteration B: apriatēn Transliteration C: apriatin Beta Code: a)pria/thn

English (LSJ)

[ᾰ] (ἀπριάδην read by Rhian. in Hom.), Adv. of πρίασθαι,

   A without purchase-money, ἔνθα με . . ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀ. (speaking of a man) Od.14.317; so in late Prose ἥδετο ἀ. εὐωχούμενος Agath.4.22:—also as fem. of Adj. ἀπρίατος, μή με ἀπριάτην περάσαντες (sc. Δημήτερα) h.Cer.132; δόμεναι . . κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον Il.1.99: acc. pl., ἀπριάτας Pi.Fr.169.7.

German (Pape)

[Seite 338] (πρίαμαι), nicht losgekauft, umsonst, Hom. zweimal, Iliad. 1, 99 πρίν γ' άπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον, als advb. zu fassen nach Aristarch, s. Scholl. Aristonic.; Od. 14, 317 sagt Odysseus ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀπριάτην· τοῦ γὰρ φίλος υἱός κτἑ., Rhianus ἀπριάδην, s. Scholl. Didym., Krates ἥρως ἀπριάτης, s. Apollon. Lex. 39, 25. Vgl. Buttm. Lexil. I p. 16 f u. Lob. Paralip. 458.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπριάτην: [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ πρίασθαι, ἄνευ πληρωμῆς χρημάτων, ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀπριάτην, «ἔστι ἐν τούτοις τὸ ἀπριάτην ὡς ἐπίρρημα δηλοῦν τὸ δίχα τοῦ πρίασθαι, ἵνα ᾖ ἀντὶ τοῦ προῖκα, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἄντην καὶ μάτην· ἴσως δὲ καὶ ὡς ὄνομα. - ἐν δὲ γε τῇ Ἰλιάδι (Α. 99) ληφθεῖσα καὶ ὡς ὄνομα ἡ τοιαύτη λέξις θηλυκοῦ γένους ἦν» (Εὐστ.) Ὀδ. Ξ. 317· μή με ἀπριάτην περάσαντες ἐμῆς ἀποναίατο τιμῆς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132· δόμεναι… κούρην ἀπριάτην, ἀνάποινον Ἰλ. Α. 99· ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ (καθὰ λέγει καὶ ὁ Εὐστάθ., ἴδε ἀνωτέρω) ἐπειδὴ συνάπτεται μετὰ τῆς λέξεως ἀνάποινον, φαίνεται ὅτι εἶναι ἐπίθετον, ὡς πιθαν. νὰ εἶναι καὶ τῷ Ὁμηρικῷ ὕμν., ἐνθ’ ἀνωτ.· καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 151. 8, μεταχειρίζεται αἰτιατ. πληθ. ἀπριάτας, ἀλλ’ ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. εἶναι βεβαίως ἐπίρρ., ὁ δὲ Βουττμ. ἑπόμενος τῷ Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ. θέλει νὰ τὸ ἐκλάβῃ οὕτω καὶ ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - ἀπριάδην (κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν του Ριανοῦ) θὰ ἦτο ὁ ἀναλογώτερος τύπος.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans rançon.
Étymologie: acc. fém. sg. de ἀπρίατος.