οὔπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔπω''': ἢ οὔ πω, Ἰων. [[οὔκω]], ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ [[οὐκέτι]] (ὄχι πλέον), ἀείποτε [[μετὰ]] παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· [[συχνάκις]] δὲ [[μετὰ]] παρεμβαλλομένης 6. 110· [[οὔτι]] πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ [[πρίν]], Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε [[οὐδέποτε]]. 2) [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ἁπλῶς]] ὡς ἰσχυρότερος [[τύπος]] τοῦ ἀρνητικοῦ, = [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]], ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.
|lstext='''οὔπω''': ἢ οὔ πω, Ἰων. [[οὔκω]], ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ [[οὐκέτι]] (ὄχι πλέον), ἀείποτε [[μετὰ]] παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· [[συχνάκις]] δὲ [[μετὰ]] παρεμβαλλομένης 6. 110· [[οὔτι]] πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ [[πρίν]], Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε [[οὐδέποτε]]. 2) [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ἁπλῶς]] ὡς ἰσχυρότερος [[τύπος]] τοῦ ἀρνητικοῦ, = [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]], ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> pas encore;<br /><b>2</b> en aucune manière.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[πώ]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔπω Medium diacritics: οὔπω Low diacritics: ούπω Capitals: ΟΥΠΩ
Transliteration A: oúpō Transliteration B: oupō Transliteration C: oypo Beta Code: ou)/pw

English (LSJ)

or οὔ πω, Ion. οὔκω, Adv.

   A not yet, opp. οὐκέτι (no longer, no more), usu. with pres. or past (esp. pf., or aor. in pf. sense) tenses, Il.2.799, Od.13.335, Hes. Op.521, Sc.10, Pl.Prt.322b, Men.Epit.98, etc.; freq. with another word between, as οὐ γάρ πω Il.1.262, 2.192; so οὔ τί κω Hdt.6.110; οὔτι πω A.Pers.179, S.Aj.106, El.513 (lyr.), OC1370; οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27, cf. Eu.590, etc.    2 sts. merely as a stronger form of the neg., not, not at all, when it may be used with the pres. or fut., σοὶ δ' οὔ πω . . θεοὶ κοτέουσιν Il.14.143, cf. 12.270, Od. 2.118, S.OT594; οὔ πω τλήσομ' . . ὁρᾶσθαι Il.3.306, cf. Od.5.358: with aor., A.Fr.241, S.OT105.

German (Pape)

[Seite 416] noch nicht, Hom., Hes. u. Folgde, gew. mit dem Präteritum, selten c. praes.; ll. 14, 143 Od. 2, 118. 3, 226. 11, 184. 13, 335. 23, 116; Tragg., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίσταται Aesch. Prom. 984; vgl. Xen. An. 3, 2, 14; – c. fut., Od. 5, 358. – Oft werden die beiden Wörter getrennt (s. πώ). – Soph. O. R. 594 οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος steht für οὔπως.

Greek (Liddell-Scott)

οὔπω: ἢ οὔ πω, Ἰων. οὔκω, ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ οὐκέτι (ὄχι πλέον), ἀείποτε μετὰ παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· συχνάκις δὲ μετὰ παρεμβαλλομένης 6. 110· οὔτι πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ πρίν, Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε οὐδέποτε. 2) ἐνίοτε τίθεται ἁπλῶς ὡς ἰσχυρότερος τύπος τοῦ ἀρνητικοῦ, = οὐδόλως, οὐδαμῶς, ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 pas encore;
2 en aucune manière.
Étymologie: οὐ, πώ.