περιουσία: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιουσία''': ἡ ([[περίειμι]] ([[εἰμὶ]]) [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]], [[ἀφθονία]], [[περισσεία]], ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· [[οὔτε]] σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· ἄν.. μοι π. ᾗ τοῦ ὕδατος, δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀφθονία]], [[πλοῦτος]], [[περιουσία]], ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς [[ἕνεκα]] καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - [[μετὰ]] προθ., ἀπὸ περιουσίας, ἔχοντες ἀφθονίαν ἄλλων μέσων, Θουκ. 5. 103· πρὸς περιουσίαν, ἀντίθετον τῷ: πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Πολύβ. 4. 38, 4· - συνηθέστατα, ἐκ περιουσίας, ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 10, Διόδ. 20. 59, κτλ.· ἐκ περιουσίας, ἐκ τῆς ἀφθονίας (τῶν ὅσα ἕχουσι), Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐκ π. ζῆν, ἐξ ἰδίας περιουσίας, Ἀθήν. 168Α, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 2, 5· ἐκ π. κατηγορεῖν τινός, ὑπὸ εὐνοϊκωτέρους ὅρους, Δημ. 226. 19. 2) ὑπεροχὴ ἀριθμοῦ ἢ δυνάμεως, Θουκ. 5. 71· τοσαύτην ἔχειν π., [[ὥστε]].. Διόδ. 4. 12. 3) τὸ σῴζεσθαι καὶ διαμένειν, τὸ ἐπιζῆν, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; ἡ [[πιθανότης]] τῆς σωτηρίας αὐτῆς, Δημ. 366. 8, πρβλ. 365. 21 κἑξ.
|lstext='''περιουσία''': ἡ ([[περίειμι]] ([[εἰμὶ]]) [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]], [[ἀφθονία]], [[περισσεία]], ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· [[οὔτε]] σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· ἄν.. μοι π. ᾗ τοῦ ὕδατος, δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀφθονία]], [[πλοῦτος]], [[περιουσία]], ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς [[ἕνεκα]] καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - [[μετὰ]] προθ., ἀπὸ περιουσίας, ἔχοντες ἀφθονίαν ἄλλων μέσων, Θουκ. 5. 103· πρὸς περιουσίαν, ἀντίθετον τῷ: πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Πολύβ. 4. 38, 4· - συνηθέστατα, ἐκ περιουσίας, ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 10, Διόδ. 20. 59, κτλ.· ἐκ περιουσίας, ἐκ τῆς ἀφθονίας (τῶν ὅσα ἕχουσι), Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐκ π. ζῆν, ἐξ ἰδίας περιουσίας, Ἀθήν. 168Α, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 2, 5· ἐκ π. κατηγορεῖν τινός, ὑπὸ εὐνοϊκωτέρους ὅρους, Δημ. 226. 19. 2) ὑπεροχὴ ἀριθμοῦ ἢ δυνάμεως, Θουκ. 5. 71· τοσαύτην ἔχειν π., [[ὥστε]].. Διόδ. 4. 12. 3) τὸ σῴζεσθαι καὶ διαμένειν, τὸ ἐπιζῆν, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; ἡ [[πιθανότης]] τῆς σωτηρίας αὐτῆς, Δημ. 366. 8, πρβλ. 365. 21 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; [[εἰς]] περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l’État de telle sorte qu’on y économise qch;<br /><b>2</b> superflu : [[χρῆσθαι]] [[τῇ]] ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l’espérance par surcroît ; [[ἐκ]] περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.<br />'''Étymologie:''' part. <i>fém. de</i> [[περίειμι]]¹.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιουσία Medium diacritics: περιουσία Low diacritics: περιουσία Capitals: ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Transliteration A: periousía Transliteration B: periousia Transliteration C: periousia Beta Code: periousi/a

English (LSJ)

ἡ, (περίειμι (εἰμί

   A sum)) that which is over and above, surplus, abundance, ἐρίων Ar.Nu.50 ; νεῶν Th.3.13 ; χρημάτων Id.1.2, 2.13 ; οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης π. Pl.Grg.487e; τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας D.19.55; ἂν . . μοι π. ᾖ τοῦ ὕδατος, i.e. time enough for speaking, Id.59.20.    2 residuum, Hp.Cord.11.    II abs., net gain, profit, ἀπὸ παντὸς π. ποιεῖσθαι Pl.R.554a ; οὐ γὰρ εἰς π. ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως so as to bring them advantage, D.3.26; τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα καὶ π. Id.21.159, cf. Plb.4.21.1 ; στρατεία οὐ φέρει περιουσίαν Men.382: pl., opp. τὰ ἀναγκαῖα, Isoc.11.15: with Preps., ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, Th.5.103; πρὸς περιουσίαν, opp. πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Plb.4.38.4: most freq. ἐκ π. out of the abundance (of their store), Pl.Tht.154e, etc.; ἐκ π. χρῆσθαι D.S.20.59 ; ἐκ π. ζῆν to live on one's own resources, Ath.4.168a; ἐκ π. κατηγορεῖν τινος at an advantage, D.18.3 ; also ξενοτροφεῖν ἐκ τῆς π. J.BJ1.2.5 ; τὰ ἐκ π. superfluities, opp. τὰ ἀναγκαῖα, Arist.Top. 118a6.    2 superiority of numbers or force, Th.5.71 ; τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε . . D.S.4.12; π. τῆς δυνάμεως Iamb.Myst.5.23.    III survival, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; what is its chance of being saved? D. 19.79.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, das, was übrig ist, bleibt, Ueberfluß, Ar. Nubb. 51; bes. Reichthum, Wohlstand, περιουσίας ἔχειν χρημάτων, Thuc. 1, 7. 2, 13 u. oft; Ggstz ἔνδεια, Plat. Gorg. 487 e; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, sich bereichernd, Rep. VIII, 554 a; ἐκ περιουσίας ἀλλήλων ἀποπειρώμενοι, zum Ueberfluß, ohne Noth, zum Zeitvertreib, Theaet. 154 d; vgl. Dem. 18, 3; περιουσίας χάριν, Pol. 4, 21, 1; ἐν τοιαύτῃ περιουσίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἦσαν, 3, 90, 7; auch πρὸς περιουσίαν dem πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρείας entgegengesetzt, 4, 38, 4; vgl. τοὺς μὴ ἔκ τινος περιουσίας ζῶντας, Ath. IV, 168; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιουσία: ἡ (περίειμι (εἰμὶ) περίσσευμα, πλεόνασμα, ἀφθονία, περισσεία, ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· ἄν.. μοι π. ᾗ τοῦ ὕδατος, δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., ἀφθονία, πλοῦτος, περιουσία, ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, οὕτως ὥστε νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς ἕνεκα καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - μετὰ προθ., ἀπὸ περιουσίας, ἔχοντες ἀφθονίαν ἄλλων μέσων, Θουκ. 5. 103· πρὸς περιουσίαν, ἀντίθετον τῷ: πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Πολύβ. 4. 38, 4· - συνηθέστατα, ἐκ περιουσίας, ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 10, Διόδ. 20. 59, κτλ.· ἐκ περιουσίας, ἐκ τῆς ἀφθονίας (τῶν ὅσα ἕχουσι), Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐκ π. ζῆν, ἐξ ἰδίας περιουσίας, Ἀθήν. 168Α, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 2, 5· ἐκ π. κατηγορεῖν τινός, ὑπὸ εὐνοϊκωτέρους ὅρους, Δημ. 226. 19. 2) ὑπεροχὴ ἀριθμοῦ ἢ δυνάμεως, Θουκ. 5. 71· τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε.. Διόδ. 4. 12. 3) τὸ σῴζεσθαι καὶ διαμένειν, τὸ ἐπιζῆν, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; ἡ πιθανότης τῆς σωτηρίας αὐτῆς, Δημ. 366. 8, πρβλ. 365. 21 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; εἰς περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l’État de telle sorte qu’on y économise qch;
2 superflu : χρῆσθαι τῇ ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l’espérance par surcroît ; ἐκ περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.
Étymologie: part. fém. de περίειμι¹.