φοίνα: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_10)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοίνᾱ''': ἡ, Λακ. ἀντὶ [[θοίνη]], ὡς φὴρ ἀντὶ θήρ, Ἀλκμάν 11.
|lstext='''φοίνᾱ''': ἡ, Λακ. ἀντὶ [[θοίνη]], ὡς φὴρ ἀντὶ θήρ, Ἀλκμάν 11.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως λακων. τ. της λ. [[θοίνη]]) [[συμπόσιο]], [[ευωχία]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοίνᾱ Medium diacritics: φοίνα Low diacritics: φοίνα Capitals: ΦΟΙΝΑ
Transliteration A: phoína Transliteration B: phoina Transliteration C: foina Beta Code: foi/na

English (LSJ)

ἡ, Lacon. for θοίνη, Alcm.22.

Greek (Liddell-Scott)

φοίνᾱ: ἡ, Λακ. ἀντὶ θοίνη, ὡς φὴρ ἀντὶ θήρ, Ἀλκμάν 11.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως λακων. τ. της λ. θοίνη) συμπόσιο, ευωχία.