προδίδωμι: Difference between revisions
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδίδωμι''': μέλλ. -δώσω, [[δίδωμι]] ἐκ τῶν προτέρων, προπληρώνω, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5. 5, 7, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 24, 2, Πολύβ. 8. 17, 7· ― [[παρέχω]], [[ἐγχειρίζω]], [[παραδίδωμι]], τινί τι Ἀθήν. 49D. ΙΙ. συνηθέστατα, [[παραδίδω]] εἰς τὸν ἐχθρόν, προδίδω, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 38, κτλ.· πρ. τὴν Ποτίδαιαν Ἡρόδ. 8. 128· τὰν φυγάδα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 420· ἱκέτας Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 246· πόλιν, πυργώματα, γῆν, κτλ. Ἡρόδ. 8. 128, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, κτλ.· τὰς πύλας, τὰ [[φρούριον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 766, Βάτρ. 362· ἐπὶ γυναικός, πρ. τὸ [[σῶμα]] Λυσ. παρὰ Στοβ. 421. 36· ― μετ’ ἀπαρ., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1588. ― Παθ., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Ἡρόδ. 7. 137· ἀπόλωλα [[τλήμων]], προδέδομαι Σοφ. Φιλ. 922. 2) δείκνυμαι [[προδότης]], προδίδω, [[ἐγκαταλείπω]] εἰς δυστυχίαν, [[ἐγκαταλείπω]], ἀφίνω, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Θέογν. 813· πρ. τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 9. 7, Ἀριστοφ. Εἰρ. 408· [[μηδαμῶς]]... προδῷς με ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 229· πρ. τὴν μητέρα Ἀντιφῶν 112. 8· τὴν πολιτείαν Πλάτ. Νόμ. 762C· ἑαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45C· τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὃσιον προδοῦναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 507C. ― Παθ., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Ἡρόδ. 9. 60· πρβλ. [[προδότης]]. 3) ἀπολ., ἀποδείκνυμαι [[ἄπιστος]], [[ἐγκαταλείπω]], ὁ αὐτ. 5. 113., 6. 15, κτλ.· [[οὕτως]], [[οὔτοι]] προδώσει [[χρησμός]], δὲν θὰ φανῇ [[προδοτικός]], Αἰσχύλ. Χο. 269· ἡ [[χάρις]] προδοῦσ’ ἁλίσκεται Σοφ. Αἴ. 1267· πρ. πρὸς τοὺς κατιόντας, φέρομαι προδοτικῶς πρὸς αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 45· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προδοσίαν πρ., εἶμαι [[ἔνοχος]] προδοσίας, Δείναρχ. 91. 27. 4) [[μετὰ]] πράγματος ὡς ὑποκειμένου, βρεχομένων δὲ τῶν [[κάτω]] πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω, τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ [[τεῖχος]], [[ἔπειτα]] δὲ ἐκλίνετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀδυνάτως ἤδη ἔχοντα τὸν πατέρα καὶ [[μόλις]] εἰς ἄστυ ἀναβαίνοντα, καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, λαγχάνει αὐτῷ δίκην Δημ· 1239 ἐν τέλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., [[ἐλλείπω]], [[ἐκλείπω]], Λατ. deficere, ἐπὶ οἴνου, Ξενοφάν. 1. 5· ἐπὶ ποταμοῦ ξηρανθέντος, Ἡρόδ. 7. 187· ἐπὶ ἑτοιμορρόπου τείχους ἀχρήστου πρὸς ἄμυναν, ὁ αὐτ. 8. 52. 5) [[μετὰ]] πράγματος ὡς ἀντικειμένου, «προδίδω», φανερώνω, τὰ κρυπτὰ Εὐρ. Ι. Α. 1140· [[χάριν]] πρ., εἶμαι [[ἀχάριστος]], [[ἀγνώμων]], ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 1036· τὰ πράγματα Ἀριστ. Ἱππ. 241· τὸ δίκαιον Πλάτ. Νόμ. 907Α· ἑτέροισι τὴν νίκην [[αὐτόθι]] 906Ε· ὅρκους Ξεν. Κύρ. 5. 1, 22· καιρὸν τοῖς ἐναντίοις Δημ. 343. 3· τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 553 ἐν τέλ.· ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφίνω, [[ἀποχαιρετίζω]] τι, [[ἐγκαταλείπω]] αὐτό, ἡδονὰς Σοφ. Ἀντ. 1166· τὰς ἐλπίδας Ἀριστοφ. Νεφ. 1500· τὴν προαίρεσιν Δημ. 1397. 25· τὸν ἀγῶνα Αἰσχίν. 16. 19. ― Ἴδε Κόντου Γωσσ. Παρατηρησ. σ. 383. | |lstext='''προδίδωμι''': μέλλ. -δώσω, [[δίδωμι]] ἐκ τῶν προτέρων, προπληρώνω, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5. 5, 7, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 24, 2, Πολύβ. 8. 17, 7· ― [[παρέχω]], [[ἐγχειρίζω]], [[παραδίδωμι]], τινί τι Ἀθήν. 49D. ΙΙ. συνηθέστατα, [[παραδίδω]] εἰς τὸν ἐχθρόν, προδίδω, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 38, κτλ.· πρ. τὴν Ποτίδαιαν Ἡρόδ. 8. 128· τὰν φυγάδα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 420· ἱκέτας Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 246· πόλιν, πυργώματα, γῆν, κτλ. Ἡρόδ. 8. 128, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, κτλ.· τὰς πύλας, τὰ [[φρούριον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 766, Βάτρ. 362· ἐπὶ γυναικός, πρ. τὸ [[σῶμα]] Λυσ. παρὰ Στοβ. 421. 36· ― μετ’ ἀπαρ., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1588. ― Παθ., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Ἡρόδ. 7. 137· ἀπόλωλα [[τλήμων]], προδέδομαι Σοφ. Φιλ. 922. 2) δείκνυμαι [[προδότης]], προδίδω, [[ἐγκαταλείπω]] εἰς δυστυχίαν, [[ἐγκαταλείπω]], ἀφίνω, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Θέογν. 813· πρ. τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 9. 7, Ἀριστοφ. Εἰρ. 408· [[μηδαμῶς]]... προδῷς με ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 229· πρ. τὴν μητέρα Ἀντιφῶν 112. 8· τὴν πολιτείαν Πλάτ. Νόμ. 762C· ἑαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45C· τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὃσιον προδοῦναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 507C. ― Παθ., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Ἡρόδ. 9. 60· πρβλ. [[προδότης]]. 3) ἀπολ., ἀποδείκνυμαι [[ἄπιστος]], [[ἐγκαταλείπω]], ὁ αὐτ. 5. 113., 6. 15, κτλ.· [[οὕτως]], [[οὔτοι]] προδώσει [[χρησμός]], δὲν θὰ φανῇ [[προδοτικός]], Αἰσχύλ. Χο. 269· ἡ [[χάρις]] προδοῦσ’ ἁλίσκεται Σοφ. Αἴ. 1267· πρ. πρὸς τοὺς κατιόντας, φέρομαι προδοτικῶς πρὸς αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 45· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προδοσίαν πρ., εἶμαι [[ἔνοχος]] προδοσίας, Δείναρχ. 91. 27. 4) [[μετὰ]] πράγματος ὡς ὑποκειμένου, βρεχομένων δὲ τῶν [[κάτω]] πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω, τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ [[τεῖχος]], [[ἔπειτα]] δὲ ἐκλίνετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀδυνάτως ἤδη ἔχοντα τὸν πατέρα καὶ [[μόλις]] εἰς ἄστυ ἀναβαίνοντα, καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, λαγχάνει αὐτῷ δίκην Δημ· 1239 ἐν τέλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., [[ἐλλείπω]], [[ἐκλείπω]], Λατ. deficere, ἐπὶ οἴνου, Ξενοφάν. 1. 5· ἐπὶ ποταμοῦ ξηρανθέντος, Ἡρόδ. 7. 187· ἐπὶ ἑτοιμορρόπου τείχους ἀχρήστου πρὸς ἄμυναν, ὁ αὐτ. 8. 52. 5) [[μετὰ]] πράγματος ὡς ἀντικειμένου, «προδίδω», φανερώνω, τὰ κρυπτὰ Εὐρ. Ι. Α. 1140· [[χάριν]] πρ., εἶμαι [[ἀχάριστος]], [[ἀγνώμων]], ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 1036· τὰ πράγματα Ἀριστ. Ἱππ. 241· τὸ δίκαιον Πλάτ. Νόμ. 907Α· ἑτέροισι τὴν νίκην [[αὐτόθι]] 906Ε· ὅρκους Ξεν. Κύρ. 5. 1, 22· καιρὸν τοῖς ἐναντίοις Δημ. 343. 3· τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 553 ἐν τέλ.· ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφίνω, [[ἀποχαιρετίζω]] τι, [[ἐγκαταλείπω]] αὐτό, ἡδονὰς Σοφ. Ἀντ. 1166· τὰς ἐλπίδας Ἀριστοφ. Νεφ. 1500· τὴν προαίρεσιν Δημ. 1397. 25· τὸν ἀγῶνα Αἰσχίν. 16. 19. ― Ἴδε Κόντου Γωσσ. Παρατηρησ. σ. 383. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προδώσω, <i>ao.</i> προέδωκα, <i>p. contr.</i> [[προὔδωκα]], <i>ao.2</i> προέδων, <i>p. contr.</i> [[προὔδων]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> donner d’avance, payer d’avance, faire l’avance de, avancer, acc.;<br /><b>II.</b> livrer :<br /><b>1</b> livrer par trahison : τινά <i>ou</i> [[τί]] τινι une personne <i>ou</i> une chose à qqn;<br /><b>2</b> trahir, déserter, abandonner lâchement : τινά qqn ; <i>Pass.</i> être trahi, être abandonné : [[ὑπό]] τινος par qqn ; [[πρός]] τινα passer par trahison dans le parti de qqn ; <i>fig.</i> ὅρκους XÉN trahir des serments ; <i>avec un suj. de chose</i> faire défaut à, acc.;<br /><b>3</b> renoncer à : τὸν ἀγῶνα ESCHN à la lutte ; ἡδονάς SOPH aux plaisirs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δίδωμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A give beforehand, pay in advance, X.HG1.5.7, IG22.1304.34; προεδίδου cj. for προσ- in Plb.8.15.7; προδιδούς, opp. ἐπιδιδούς, Gal.12.174; give first, Ep.Rom.11.35:—Pass., Arist.Oec.1350a36; τῶν -δεδομένων τιμῶν Inscr.Prien.107.17, cf. GDI5181.34 (Crete); of a menu-tablet, Ath.2.49d. II give up, [κλῆρον] PPetr.3p.96(iii B.C.); deliver up, τοὺς ὁμοκωμήτας ἡμῖν PThead.17.16(iv A.D.): most freq., give up to the enemy, betray, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Hdt.6.23; τὸ σὸν θνητοῖσι π. γέρας A.Pr.38, etc.; π. τὴν Ποτείδαιαν Hdt.8.128; τὰν φυγάδα A.Supp.420(lyr.); ἱκέτας E.Heracl.246; πυργώματα A.Th.251; τὰς πύλας, φρούριον, Ar.Av.766, Ra.362; of a woman, π. τὸ σῶμα Lys.Fr.90: c. inf., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν E.Or.1588, cf. Alc.659:—Pass., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Hdt.7.137; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι S.Ph.923. 2 forsake, abandon, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Thgn.813; π. τὴν Ἑλλάδα Hdt.9.7.β, Ar.Pax408; μηδαμῶς . . προδῷς με Id.Th.229; τὴν μητέρα π. Antipho 1.5; τὴν πολιτείαν Pl.Lg.762c; σαυτόν Id.Cri.45c:—Pass., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Hdt.9.60, cf. Vett.Val.78.19. 3 abs., play false, desert, Hdt.5.113, 6.15, etc.; οὔτοι προδώσει χρησμός will not prove traitor, A.Ch.269; χάρις . . προδοῦσ' ἁλίσκεται S.Aj.1267; ἢν προδιδῶσι πρὸς τοὺς κατιόντας treat treasonably with them, Hdt.3.45: c. acc. cogn., προδοσίαν π. to be guilty of treachery, Din.1.10. 4 with a thing as subject, betray, fail one, [αἱ κάτω πλίνθοι] π. τὰς ἄνω X.HG5.2.5; ὁ ὀφθαλμὸς π. τινά D.52.13: intr.,fail, of wine, Xenoph. 1.5; of a river, run dry, Hdt.7.187; of a barricade that has proved useless, Id.8.52. 5 with a thing as object, surrender, give up, προδέδοται τὰ κρυπτά E.IA1140; χάριν π. to be thankless, Id.Heracl. 1036; τὰ πράγματα Ar.Eq.241; τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι Pl.R.607c; τὸ δίκαιον Id.Lg.907a; ἑτέροισι τὴν νίκην ib.906e; καιρὸν τοῖς ἐναντίοις D.19.6; to be false to, fail to uphold, ὅρκους X.Cyr.5.1.22; τὴν καταχειροτονίαν D.21.120; give up as lost, bid adieu to, ἡδονάς S.Ant.1166; τὰς ἐλπίδας Ar.Nu.1500; τὴν ἐκείνου προαίρεσιν D. 60.28; τὸν ἀγῶνα Aeschin.1.115.
German (Pape)
[Seite 716] (s. δίδωμι), 1) vorher od. vorausgeben, vorausbezahlen, Pol. 8, 17, 7. – 2) bes. herausgeben, dem Feinde ausliefern, verrathen; ὅστις τὸ σὸν θνητοῖσι προὔδωκεν γέρας, Aesch. Prom. 38; μὴ προδῷς πυργώματα, Spt. 233; τὸν φυγάδα μὴ προδῷς, Suppl. 415, u. öfter; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι, Soph. Phil. 911; μήποτε προδώσειν τάσδε ἑκών, O. C. 1630, u. oft; auch ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς, Ant. 322; ἄνδρ' ἀπόντ' ἐκ δωμάτων προὔδωκε, Eur. Or. 574, u. öfter; auch c. int., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν, 1588; τὰς πύλας, φρούριον, Ar. Av. 766 Ran. 362; τὰ πράγματα, Equ. 241; u. in Prosa: τινί τι, Her. 6, 23. 8, 128; u. pass., 7, 137; auch = in der Noth verlassen, im Stiche lassen, bes. in der Schlacht, 5, 113. 6, 15; πρός τινα, 3, 45; τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι, Plat. Rep. X, 607 c; οἳ τὸ δίκαιον οὐκ ἄν ποτε προδοῖεν ἕνεκα δώρων, Legg. X, 907 a, u. öfter, wie Xen., z. B. Cyr. 6, 3, 27; προδοσίαν ἣν προδέδωκε, Din. 1, 10; – aufgeben, τὰς ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, Soph. Ant. 1165; ἀγῶνα, Aesch. 1, 115. – Auch scheinbar intr., wie deficere, abnehmen, ausgehen, z. B. von einem Flusse, der austrocknet und nicht mehr für das Bedürfniß der Trinkenden hinreicht, sie gleichsam verräth oder im Stiche läßt, Her. 7, 187; von einem Walle, der nachgiebt, seine Dienste versagt, 8, 52; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 5; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, daß seine Augen ihn verließen, Dem. 52, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδωμι ἐκ τῶν προτέρων, προπληρώνω, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5. 5, 7, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 24, 2, Πολύβ. 8. 17, 7· ― παρέχω, ἐγχειρίζω, παραδίδωμι, τινί τι Ἀθήν. 49D. ΙΙ. συνηθέστατα, παραδίδω εἰς τὸν ἐχθρόν, προδίδω, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 38, κτλ.· πρ. τὴν Ποτίδαιαν Ἡρόδ. 8. 128· τὰν φυγάδα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 420· ἱκέτας Εὐρ. Ἡρακλ. 246· πόλιν, πυργώματα, γῆν, κτλ. Ἡρόδ. 8. 128, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, κτλ.· τὰς πύλας, τὰ φρούριον Ἀριστοφ. Ὄρν. 766, Βάτρ. 362· ἐπὶ γυναικός, πρ. τὸ σῶμα Λυσ. παρὰ Στοβ. 421. 36· ― μετ’ ἀπαρ., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1588. ― Παθ., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Ἡρόδ. 7. 137· ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι Σοφ. Φιλ. 922. 2) δείκνυμαι προδότης, προδίδω, ἐγκαταλείπω εἰς δυστυχίαν, ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Θέογν. 813· πρ. τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 9. 7, Ἀριστοφ. Εἰρ. 408· μηδαμῶς... προδῷς με ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 229· πρ. τὴν μητέρα Ἀντιφῶν 112. 8· τὴν πολιτείαν Πλάτ. Νόμ. 762C· ἑαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45C· τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὃσιον προδοῦναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 507C. ― Παθ., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Ἡρόδ. 9. 60· πρβλ. προδότης. 3) ἀπολ., ἀποδείκνυμαι ἄπιστος, ἐγκαταλείπω, ὁ αὐτ. 5. 113., 6. 15, κτλ.· οὕτως, οὔτοι προδώσει χρησμός, δὲν θὰ φανῇ προδοτικός, Αἰσχύλ. Χο. 269· ἡ χάρις προδοῦσ’ ἁλίσκεται Σοφ. Αἴ. 1267· πρ. πρὸς τοὺς κατιόντας, φέρομαι προδοτικῶς πρὸς αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 45· μετὰ συστοίχ. αἰτ., προδοσίαν πρ., εἶμαι ἔνοχος προδοσίας, Δείναρχ. 91. 27. 4) μετὰ πράγματος ὡς ὑποκειμένου, βρεχομένων δὲ τῶν κάτω πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω, τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ ἐκλίνετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀδυνάτως ἤδη ἔχοντα τὸν πατέρα καὶ μόλις εἰς ἄστυ ἀναβαίνοντα, καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, λαγχάνει αὐτῷ δίκην Δημ· 1239 ἐν τέλ.· ― ἐντεῦθεν ἀμεταβ., ἐλλείπω, ἐκλείπω, Λατ. deficere, ἐπὶ οἴνου, Ξενοφάν. 1. 5· ἐπὶ ποταμοῦ ξηρανθέντος, Ἡρόδ. 7. 187· ἐπὶ ἑτοιμορρόπου τείχους ἀχρήστου πρὸς ἄμυναν, ὁ αὐτ. 8. 52. 5) μετὰ πράγματος ὡς ἀντικειμένου, «προδίδω», φανερώνω, τὰ κρυπτὰ Εὐρ. Ι. Α. 1140· χάριν πρ., εἶμαι ἀχάριστος, ἀγνώμων, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 1036· τὰ πράγματα Ἀριστ. Ἱππ. 241· τὸ δίκαιον Πλάτ. Νόμ. 907Α· ἑτέροισι τὴν νίκην αὐτόθι 906Ε· ὅρκους Ξεν. Κύρ. 5. 1, 22· καιρὸν τοῖς ἐναντίοις Δημ. 343. 3· τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 553 ἐν τέλ.· ― ἐντεῦθεν, ἀφίνω, ἀποχαιρετίζω τι, ἐγκαταλείπω αὐτό, ἡδονὰς Σοφ. Ἀντ. 1166· τὰς ἐλπίδας Ἀριστοφ. Νεφ. 1500· τὴν προαίρεσιν Δημ. 1397. 25· τὸν ἀγῶνα Αἰσχίν. 16. 19. ― Ἴδε Κόντου Γωσσ. Παρατηρησ. σ. 383.
French (Bailly abrégé)
f. προδώσω, ao. προέδωκα, p. contr. προὔδωκα, ao.2 προέδων, p. contr. προὔδων, etc.
I. donner d’avance, payer d’avance, faire l’avance de, avancer, acc.;
II. livrer :
1 livrer par trahison : τινά ou τί τινι une personne ou une chose à qqn;
2 trahir, déserter, abandonner lâchement : τινά qqn ; Pass. être trahi, être abandonné : ὑπό τινος par qqn ; πρός τινα passer par trahison dans le parti de qqn ; fig. ὅρκους XÉN trahir des serments ; avec un suj. de chose faire défaut à, acc.;
3 renoncer à : τὸν ἀγῶνα ESCHN à la lutte ; ἡδονάς SOPH aux plaisirs.
Étymologie: πρό, δίδωμι.