φορμοφόρος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_14) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορμοφόρος''': ὁ, [[ἀχθοφόρος]], Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου. | |lstext='''φορμοφόρος''': ὁ, [[ἀχθοφόρος]], Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φορμοφόροι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ερμίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A porter, Epicur.Fr.172: οἱ φ., name of a play by Hermippus.
German (Pape)
[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.
Greek (Liddell-Scott)
φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].