κίνδυνος: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίνδῡνος''': ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. [[κίνδυν]]) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, [[κίνδυνος]], Θέογν. 585, 637· [[ἑπομένως]] ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι ([[διότι]] ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, [[κίνδυνος]] ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· [[ὡσαύτως]], κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· [[ὡσαύτως]] κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― [[κίνδυνος]] καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι [[κίνδυνος]] ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― [[κίνδυνος]] ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ [[αὐτοῦ]] κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. | |lstext='''κίνδῡνος''': ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. [[κίνδυν]]) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, [[κίνδυνος]], Θέογν. 585, 637· [[ἑπομένως]] ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι ([[διότι]] ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, [[κίνδυνος]] ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· [[ὡσαύτως]], κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· [[ὡσαύτως]] κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― [[κίνδυνος]] καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι [[κίνδυνος]] ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― [[κίνδυνος]] ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ [[αὐτοῦ]] κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> danger, péril;<br /><b>2</b> entreprise hasardeuse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. controversée. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, heterocl. dat. κίνδῡνι (as if from κίνδυν) Alc.138, cf. Sapph.161:—
A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete, πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585, cf. 637; ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9; κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35; τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ῥῖψαι E.Rh.154; κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th.1033; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl.504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.; ἐγχειρίσασθαι Id.5.108, etc.; ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1; μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42; κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7; ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39; πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27; ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15; ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99; κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th.1053; τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163; τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220; οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7; ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl.348; κ. [ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra.436b, etc.; πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5; κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9; κ. ἀνθρώπινοι... θεῖοι And. 1.139; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol.1286a14; ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4 (i A.D.); καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10 (ii/iii A.D.). 2 trial, venture, κ. ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu.955. 3 battle, Plb.1.87.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht; μέγας, βαθύς, Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ σέθεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσθαι Her. 3, 69; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσθαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσθαι Xen. Mem. 2, 7, 9; κίνδυνος ἦν βασανισθῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit κινέω oder mit κιδ zusammenzuhangen.
Greek (Liddell-Scott)
κίνδῡνος: ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. κίνδυν) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― κίνδυνος, τόλμη, τολμηρὰ ἐπιχείρησις, λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, κίνδυνος, Θέογν. 585, 637· ἑπομένως ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι (διότι ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, κίνδυνος ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· ὡσαύτως, κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· ὡσαύτως κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― κίνδυνος καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι κίνδυνος ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― κίνδυνος ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 danger, péril;
2 entreprise hasardeuse.
Étymologie: DELG étym. controversée.