Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγλαΐα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλαΐα''': Ἰων. ΐη, ἡ, (ἀγλαὸς) [[λαμπρότης]], [[καλλονή]], [[κόσμος]], ἐπὶ παντὸς λαμπροῦ ἢ ἐπίδειξιν ἔχοντος πράγματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρήσιμον· κῦδός τε καὶ ἀγλ. καὶ [[ὄνειαρ]], Ὀδ. Ο. 78· ἀγλαΐηφι πεπειθὼς (Ἐπ. δοτ.) Ἰλ. Ζ 1. 510· περὶ τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Σ. 180· ἐπὶ κακῆς σημασ., πομπώδης [[ἐπίδειξις]], [[ματαιότης]], ἀγλαΐης ἕνεκεν κομέειν κύνας, Ρ. 310· καὶ κατὰ πληθ., μάταια πράγματα, Ρ. 244. Εὐρ. Ἠλ. 175. 2) χαρὰ ἑορτῆς, [[θρίαμβος]], [[δόξα]], Πινδ. Ο. 13, 18, κτλ.· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο, Σοφ. Ἠλ. 211· ἐν τῷ πληθ. πανηγύρεις, πομπαί, [[φαιδρότης]], Ἡσ. Ἀσπ. 272, 285. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητική· καὶ παρὰ Τραγ. εὕρηται μόνον ἐν τοῖς χορικοῖς, ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν Ξεν. Ἱππ. 5. 8, Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 13, κτλ.
|lstext='''ἀγλαΐα''': Ἰων. ΐη, ἡ, (ἀγλαὸς) [[λαμπρότης]], [[καλλονή]], [[κόσμος]], ἐπὶ παντὸς λαμπροῦ ἢ ἐπίδειξιν ἔχοντος πράγματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρήσιμον· κῦδός τε καὶ ἀγλ. καὶ [[ὄνειαρ]], Ὀδ. Ο. 78· ἀγλαΐηφι πεπειθὼς (Ἐπ. δοτ.) Ἰλ. Ζ 1. 510· περὶ τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Σ. 180· ἐπὶ κακῆς σημασ., πομπώδης [[ἐπίδειξις]], [[ματαιότης]], ἀγλαΐης ἕνεκεν κομέειν κύνας, Ρ. 310· καὶ κατὰ πληθ., μάταια πράγματα, Ρ. 244. Εὐρ. Ἠλ. 175. 2) χαρὰ ἑορτῆς, [[θρίαμβος]], [[δόξα]], Πινδ. Ο. 13, 18, κτλ.· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο, Σοφ. Ἠλ. 211· ἐν τῷ πληθ. πανηγύρεις, πομπαί, [[φαιδρότης]], Ἡσ. Ἀσπ. 272, 285. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητική· καὶ παρὰ Τραγ. εὕρηται μόνον ἐν τοῖς χορικοῖς, ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν Ξεν. Ἱππ. 5. 8, Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 13, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> éclat, beauté, parure ; <i>en mauv. part</i> orgueil, vanité;<br /><b>2</b> triomphe, gloire, joie de fête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαΐα Medium diacritics: ἀγλαΐα Low diacritics: αγλαΐα Capitals: ΑΓΛΑΪΑ
Transliteration A: aglaḯa Transliteration B: aglaia Transliteration C: aglaia Beta Code: a)glai/+a

English (LSJ)

Ion. ἀγλα-ΐη, ἡ, (ἀγλαός)

   A splendour, beauty, κῦδός τε καὶ ἀ. καὶ ὄνειαρ Od. 15.78; ἀγλαΐηφι πεποιθώς Il.6.510; of Penelope, Od.18.180; splendour, magnificence, S.El.211; ὡρῶν Jul.Or.4.148d; in bad sense, pomp, show, [κύνας] ἀγλαΐης ἕνεκεν κομέουσιν Od.17.310; in pl., vanities, 17.244, E.El.175.    2 joy, triumph, Pi.O.13.14, etc.; pl., festivities, merriment, Hes.Sc.272,285.    3 adornment, of a horse's mane, colours of oyster's shell, etc., X.Eq.5.8, Ael.NA10.13, cf. A.R.4.1191.    4 pr. n., Ἀγλαΐα, one of the Graces, who presided over victory in the games, Hes.Th.945, cf. B.3.6.—Mostly poet. ἀγλα-ΐζω, Hp.Mul.2.188, Ael., v. infr.: fut. Att. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ar.Ec.575: aor. ἠγλάϊσα (Dor. ἀγλ-) Theoc.Ep.1.4, etc., (ἐπ-) Ar. Fr.682:—Pass., v. infr.:—make splendid, glorify, B.3.22, etc.; ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG12(3).1190.10 (Melos); θυσίαις τέμενος Isyll.28, cf. Plu.2.965c, Ael.NA8.28.    2 give as an honour, σοί, Βάκχε, τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν Carm.Pop.8, cf. Theoc. l.c.    II Ep. and Lyr. only Med. and Pass., adorn oneself with a thing, take delight in, σέφημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (sc. ἵπποις) Il.10.331 (the only form in Hom., even of compds.); ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon.7.70; ἀ. μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi.O.1.14; Com., ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη Ephipp.3.6(cf. Eub.150).    III intr., ἀγλαΐζει· θάλλει, Hsch., cf. Antiph.301 codd.—Never in Trag. or Att. Prose.

German (Pape)

[Seite 16] ἡ (ἀγλαός), Glanz, Pracht, im guten Sinn, Hom. von der Schönheit der Penelope, Od. 18, 180; ähnl. Soph. El. 204; ἵππος ἀγλαΐηφι πεποιθώς Il. 6, 510. 15, 267; mit κῦδος verb. dem ὄνειαρ, Nutzen, entgegengesetzt Od. 15, 78; ἀγλαΐης ἕνεκεν κύνας κομέουσιν, zum Staat, 17, 310; vgl. ἀγλαΐας ἕνεκα ἵππῳ χαίτη Xen. Eq. 5, 8; plur. Od. 17, 244, ἀγλαΐας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, das Vornehmtun, die Hoffahrt; Pind. Sieg und Siegesfreude, νικαφόρος ἀγ, Ol. 13, 14; ἀγλαΐαν πόρεν αὐτῷ I. 2, 18; ἔδειξεν P. 6, 46. Auch Hes. vrbdt ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε, sie ergötzten sich in Festfreude u. Tanz, Sc. 272; vgl. 284; Plut. Lyc. 21 καὶ χοροὶ καὶ μοῦσαι καὶ ἀγλαΐα. – Sp. D. von Freude u. Schmuck öfter, wie Strat. 37 (XII, 195) die Blumen ἔαρος ἀγλαΐαι nennt. In Prosa Xenoph. (f. oben) u. Sp., wie Julian. – Seit Hes. Th. 909 eine der Chariten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαΐα: Ἰων. ΐη, ἡ, (ἀγλαὸς) λαμπρότης, καλλονή, κόσμος, ἐπὶ παντὸς λαμπροῦ ἢ ἐπίδειξιν ἔχοντος πράγματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρήσιμον· κῦδός τε καὶ ἀγλ. καὶ ὄνειαρ, Ὀδ. Ο. 78· ἀγλαΐηφι πεπειθὼς (Ἐπ. δοτ.) Ἰλ. Ζ 1. 510· περὶ τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Σ. 180· ἐπὶ κακῆς σημασ., πομπώδης ἐπίδειξις, ματαιότης, ἀγλαΐης ἕνεκεν κομέειν κύνας, Ρ. 310· καὶ κατὰ πληθ., μάταια πράγματα, Ρ. 244. Εὐρ. Ἠλ. 175. 2) χαρὰ ἑορτῆς, θρίαμβος, δόξα, Πινδ. Ο. 13, 18, κτλ.· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο, Σοφ. Ἠλ. 211· ἐν τῷ πληθ. πανηγύρεις, πομπαί, φαιδρότης, Ἡσ. Ἀσπ. 272, 285. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητική· καὶ παρὰ Τραγ. εὕρηται μόνον ἐν τοῖς χορικοῖς, ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν Ξεν. Ἱππ. 5. 8, Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 éclat, beauté, parure ; en mauv. part orgueil, vanité;
2 triomphe, gloire, joie de fête.
Étymologie: ἀγλαός.