ὑπερβατός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβατός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπερβεί, να ξεπεράσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[υπερβατό]] και <i>τὸ ὑπερβατὸν</i><br />(γραμμ.-ρητ.) [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται [[στενά]] ή συναποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], χωρίζονται και απομακρύνονται [[μεταξύ]] τους, με την [[παρεμβολή]] άλλων λέξεων, που [[είναι]] άσχετες ή, [[τουλάχιστον]] όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη <i>δική</i> σου ήρθα στον κόσμο τη [[λατρεία]]» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' <i>ἑνὸς</i> τοιαῡτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς <i>ἀνθρωπου</i>»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[υπερβατό]] [[διάστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> [[κάθε]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας<br />β) «[[σχήμα]] [[υπερβατό]]» — το [[υπερβατό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάτι]], που προχωρεί πιο [[πέρα]] από [[κάτι]] («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβατῶς</i> Α<br /><b>1.</b> [[σύντομα]], εν παρόδω<br /><b>2.</b> αντίστροφη [[σειρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, later ός, όν (v. infr.),
A that can be passed or crossed, scaleable, of a wall, Th.3.25, PEnteux. 13.5 (iii B. C.); accessible to trespassers, PFay.110.9 (i A. D.); ἐξ ὑπερβατῶν PRyl.138.16 (i A. D.). 2 transposed, of words, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι . . τὸ ἀλαθέως Pl.Prt.343e; σύνθεσις ὀνομάτων ὑπερβατή Arist.Rh.Al.1435a37; νοήσεις ὑπερβατοί thoughts expressed in inverted phrases, D.H.Th.52. Adv. -τῶς in inverted order, Arist.Rh. Al.1438a28, Str.8.3.10, 8.6.7; so δι' ὑπερβατοῦ D.H.Th.31; cf. foreg. 3 Subst. -τός, ὁ, name of a βρόχος, Heraclasap.Orib. 48.18.1. II Act., going beyond, τῶνδ' ὑπερβατώτερα going far beyond these, A.Ag.428 (lyr.); extravagant, ἐνύπνια Arist.Div.Somn. 463b1. Adv. -τῶς miraculously, δημιουργεῖται Hp. de Arte 11.
German (Pape)
[Seite 1192] adj. verb. zu ὑπερβαίνω; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ περιτείχισμα, Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, λέξις ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. ὑπερβεβλημένως, adv. part. perf. pass. zu ὑπερβάλλω, auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβᾰτός: -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπερβαίνω, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι... τὸ ‘ἀλαθέως’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· σύνθεσις ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - οὕτως ἐπίρρ. -τως, = καθ’ ὑπερβατόν, ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. ὑπερβατόν. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν πέραν ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· ἔκτακτος, ἀσυνήθης, ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut traverser ou franchir;
2 qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβαίνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπερβατός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει
2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν
(γραμμ.-ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή συναποτελούν ενιαίο σύνολο, χωρίζονται και απομακρύνονται μεταξύ τους, με την παρεμβολή άλλων λέξεων, που είναι άσχετες ή, τουλάχιστον όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη δική σου ήρθα στον κόσμο τη λατρεία» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' ἑνὸς τοιαῡτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς ἀνθρωπου»
νεοελλ.
φρ. α) «υπερβατό διάστημα»
μουσ. κάθε διάστημα μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας
β) «σχήμα υπερβατό» — το υπερβατό
αρχ.
1. αυτός που υπερβαίνει κάτι, που προχωρεί πιο πέρα από κάτι («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», Αισχύλ.)
2. ασυνήθιστος, παράξενος («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», Αριστοτ.)
3. φρ. «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.).
επίρρ...
ὑπερβατῶς Α
1. σύντομα, εν παρόδω
2. αντίστροφη σειρά.