ῥᾳστώνη: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> facilité ; aisance, bonne grâce, bon vouloir ; τινός, pour qqn;<br /><b>2</b> existence facile, vie douce et heureuse;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> mollesse, indolence, inertie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾷστος]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> facilité ; aisance, bonne grâce, bon vouloir ; τινός, pour qqn;<br /><b>2</b> existence facile, vie douce et heureuse;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> mollesse, indolence, inertie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾷστος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, / [[ῥᾳστώνη]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥῃστώνη]] Α<br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]], [[αδράνεια]] (α. «[[πρέπει]] να βάλετε τα [[δυνατά]] σας, [[γιατί]] πέρασε η [[περίοδος]] της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν [[ῥᾳστώνη]] καὶ [[ῥαθυμία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[μαλθακότητα]], [[αποχαύνωση]] (α. «[[ῥᾳστώνη]]<br />[[ἀνάπαυσις]]<br />[[τέρψις]]<br />[[τρυφή]]<br />[[εὐκολία]]<br />[[ῥαθυμία]]<br />[[ἡδυπάθεια]]<br />[[χαυνότης]]<br />[[ἀργία]]», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραότητα]], [[ηπιότητα]] (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανακούφιση]] του ασθενούς, [[χαλάρωση]] τών πόνων («δυσεντεριώδεα [[μετὰ]] πόνου, τῶν δὲ ἄλλων [[ῥᾳστώνη]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ανάπαυση]], [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥᾷστος]] / [[ῥήιστος]] με δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>: [[χέλυς]])].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳστώνη Medium diacritics: ῥᾳστώνη Low diacritics: ραστώνη Capitals: ΡΑΣΤΩΝΗ
Transliteration A: rhāistṓnē Transliteration B: rhastōnē Transliteration C: rastoni Beta Code: r(a|stw/nh

English (LSJ)

Ion. ῥῃστώνη, ἡ, (ῥᾷστος)

   A easiness of doing anything, Pl.R.460d, Lg. 684d; opp. χαλεπότης, Id.Criti.107c; ῥᾳστώνῃ or μετὰ ῥᾳστώνης with ease, easily, lightly, Id.Epin.991c, Lg.625b; ῥᾳστώνην παρασκευάζειν τινός find an easy way of doing a thing, ib.720c; πολλὴ ῥ. γίγνεται, c. inf., one has great ease in doing, Id.Grg.459c; ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον afforded an easy opportunity of escape, Plu.Cam.20; πρὸς τὰς ῥ. for the conveniences of getting food, Arist.Pol.1256a26.    II easiness of temper, good nature, mildness, c. gen. objecti, ἐκ ῥῃστώνης (dub. l.) τῆς Δημοκήδεος from kindness to Democedes, Hdt.3.136; χάριτι καὶ ῥ. Plb.38.11.11.    III relief from anything unpleasant, μηδεμίαν διδόντα ῥ. [τοῖς ἀδικοῦσι] D.24.69, cf. Lys.13.85; relief from pain, Hp.Epid.3.17.θ; ῥ. τῆς πόσεως recovery from the effects of drinking, Pl.Smp.176b; ἐκ τῶν πόνων Id.Lg.779a; ἀσφάλεια καὶ ῥ. τισὶ ἀπὸ Λακεδαιμονίων Plb.18.14.15.    2 abs., rest, leisure, ease, ἐμαυτῷ ῥᾳστώνην ἐξηῦρον found recreation, Lys.24.10, cf. Pl.Plt.310c, etc.; ὀλίγοις πόνοις πολλὰς ῥ. κτώμενος Isoc.9.45; ἔχει τινὰ ῥᾳστώνην τὸ λέγειν it brings a certain relief, D.Ep.3.44; ἀναπνοὴν καὶ ῥ. ἐν τῷ καύματι παρέχειν Pl.Ti. 70d; διὰ ῥᾳστώνην for the sake of resting, X. An.5.8.16; πρὸς ῥ. καὶ διαγωγήν Arist.Metaph.982b23.    b luxurious ease, indolence, τῆς ῥ. τὸ τερπνόν Th.1.120; ῥ. καὶ ῥαθυμία nonchalance, carelessness, D.10.7, cf. 18.45 (interchanged with ῥαθυμία in Isoc. l.c.).    c resting-time, season of calm and tranquillity, ἐν ἀπεριστάτοις ῥ. σφάλλεσθαι Plb.6.44.8. [Ῥαιστώνη as name of an Athenian trireme, IG22.1608.52; ῥαιστ- also in Phld.D.3.8.]

German (Pape)

[Seite 835] ἡ, ion. ῥῃστώνη, 1) Leichtigkeit, Ggstz χαλεπότης, Plat. Critia. 107 b; ῥᾳστώνῃ παραλαβεῖν, leicht, Epinom. 991 c, u. öfter; vgl. π ολλὴν ῥᾳστώνην λέγεις τῆς παιδοποιΐας ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, Rep. V, 460 d; ῥᾳστώνην οὕτω τῷ δεσπότῃ παρασκευάζει τῶν καμνόντων τῆς ἐπιμελείας, Legg. IV, 720 c; vgl. Isocr. 4, 36, ὥςτε καὶ τοῖς ὕστερον βουληθεῖσιν ἀποικίσαι πολλὴν ῥᾳστώνην ἐποίησαν; Sp.; bes. Fertigkeit, Gewandtheit im Handeln, ῥ. ἐπιμελείας θεοῖς τῶν πάντων, Plat. Legg. X, 903 e, Anstelligkeit. Auch Gefälligkeit, Bereitwilligkeit, die Gabe, sich leicht in Anderer Wunsch, Willen zu fügen, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, aus Gefälligkeit gegen den Dem., Her. 3, 136; καὶ χάρις, Pol. 38, 3, 11. – 2) leichter, glücklicher Fortgang, Gedeihen, Glück, die Alten erkl. auch ἄδεια, was etwa auf Lys. 13, 85 paßt, ἔνοχος ὤν, ῥᾳστώνην τινὰ οἴεται αὑτῷ εἶναι, ῥᾳστώνην δοῦναί τινι τῶν ἀδικούντων, Dem. 24, 69; καὶ ἀσφάλεια, Pol. 17, 14, 15 u. öfter. – 3) Erleichterung od. Linderung des Schmerzes, πολλὴν ῥ. παρέχει, Xen. Mem. 3, 13, 5; Genesung von der Krankheit, καὶ μεταβολὴ τοῦ νοσήματος, Plut. Cat. min. 5; auch Erholung des Geistes von Anstrengung und Sorgen, u. übh. Muße, Ruhe, ἀνάπαυσις, VLL.; ἐκ τῶν πόνων, Plat. Legg. VI, 779 a; ὑπολειπόμενόν που διὰ ῥᾳστώνην, um sich zu erholen, od. aus Lässigkeit, Xen. An. 5, 8, 16; ῥᾳστώνην τινὰ ζητεῖν τοὺς ἔχοντάς τι δυστύχημα, Lys. 24, 10; auch tadelnd, Unthätigkeit, Thuc. 1, 120; ἡ καθ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥᾳθυμία, Dem. 10, 7; καὶ σχολή, 18, 45.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. 1 facilité ; aisance, bonne grâce, bon vouloir ; τινός, pour qqn;
2 existence facile, vie douce et heureuse;
II. en mauv. part mollesse, indolence, inertie.
Étymologie: ῥᾷστος.

Greek Monolingual

η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α
1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.)
2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη
ἀνάπαυσις
τέρψις
τρυφή
εὐκολία
ῥαθυμία
ἡδυπάθεια
χαυνότης
ἀργία», Φώτ.
β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», Θουκ.)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», Πλούτ.)
2. πραότητα, ηπιότητα (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», Ηρόδ.
β. «χάριτι καὶ ῥᾳστώνῃ», Πολ.)
3. ανακούφιση του ασθενούς, χαλάρωση τών πόνων («δυσεντεριώδεα μετὰ πόνου, τῶν δὲ ἄλλων ῥᾳστώνη», Ιπποκρ.)
4. ανάπαυση, ελεύθερος χρόνος («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷστος / ῥήιστος με δυσερμήνευτο επίθημα -ώνη (πρβλ. χελ-ώνη: χέλυς)].