κράνος: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />casque.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρα]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />casque.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρα]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κράνος]])<br />στρογγυλό προστατευτικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] ανθεκτικό υλικό (α. «[[κράνος]] μοτοσυκλετιστή» β. «[[κράνος]] πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν [[κράνος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[καπέλο]] από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες<br /><b>2.</b> το ορειχάλκινο [[επικάλυμμα]] της πυξιδοθήκης<br /><b>3.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> «νευρασθενικό [[κράνος]]» — το [[αίσθημα]] περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζυγό]] και ανεξάρτητο [[τμήμα]] της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. [[γαλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κριός]] στην [[πρώρα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>kr</i>-<i>n</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i>- τών [[κάρα]], [[κέρας]], όπως ακριβώς το λατ. <i>cornu</i> «[[κέρας]]». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα [[κάρυον]], [[κραναός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κρανικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρανοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρανοποιία]], [[κρανοποιώ]], [[κρανουργία]], [[κρανουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανοειδής]], [[κρανοφόρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[κράνος]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[κράνο]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράβδος]] από [[ξύλο]] κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κράνον]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράνος Medium diacritics: κράνος Low diacritics: κράνος Capitals: ΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: krános Transliteration B: kranos Transliteration C: kranos Beta Code: kra/nos

English (LSJ)

(A) [ᾰ], εος, τό,

   A helmet, Hdt.1.171, 4.180, al., A.Th.385, E. El.470 (lyr.), Ar.Ach.584, 1103, X.Cyr.6.1.51, IG12.278.49, Plu.2. 789d, Jul.Or.2.53b.    2 metaph., τὸ δὲ τοῦδε κ. ὁ κοινὸς ἀήρ Aret. SD2.6.    II ship's ram, Tim. Pers.21. (The ᾰ shows that it is akin to κρᾰναός (hard), rather than to κρᾱνίον.)
κράνος (B) [ᾰ], ου, ἡ, later form for κράνον, Gp.7.35.1.    2 rod of cherry-wood, PTeb.39.31 (ii B. C.); χιτῶνί καὶ κράνῳ καὶ πιλίῳ ib.230 (ii B. C.) (here perh. = κράνος A).

Greek (Liddell-Scott)

κράνος: ᾰ, εως, τό, περικεφαλαία, Ἡρόδ. 1. 171., 4. 180, κ. ἀλλ., Αἰσχ. Θήβ. 385, Εὐρ. Ἠλ. 470, Ἀριστοφ. Ἀχ. 584, 1104, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. ΙΙ. σκέπασμα τῆς κλίνης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 6. (Τὸ ᾰ δεικνύει ὅτι πρέπει νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ κρᾰναὸς (σκληρός), μᾶλλον ἢ τῷ κάρα, κρᾱνίον).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
casque.
Étymologie: cf. κάρα.

Greek Monolingual

(I)
το (AM κράνος)
στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από μέταλλο ή άλλο ανθεκτικό υλικό (α. «κράνος μοτοσυκλετιστή» β. «κράνος πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν κράνος», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ελαφρό καπέλο από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες
2. το ορειχάλκινο επικάλυμμα της πυξιδοθήκης
3. (ψυχιατρ.) «νευρασθενικό κράνος» — το αίσθημα περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας
4. ζωολ. ζυγό και ανεξάρτητο τμήμα της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. γαλέα
αρχ.
1. κάλυμμα, σκέπασμα
2. κριός στην πρώρα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή kr-n- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας ker-ә- τών κάρα, κέρας, όπως ακριβώς το λατ. cornu «κέρας». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα κάρυον, κραναός.
ΠΑΡ. νεοελλ. κρανικός.
ΣΥΝΘ. κρανοποιός
αρχ.
κρανοποιία, κρανοποιώ, κρανουργία, κρανουργός
νεοελλ.
κρανοειδής, κρανοφόρος].———————— (II)
κράνος, ἡ (AM)
μσν.
το κράνο.
αρχ.
ράβδος από ξύλο κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κράνον κατά τα ουδ. σε -ος].