λογογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui écrit en prose :<br /><b>1</b> prosateur <i>en gén.</i><br /><b>2</b> logographe, historien en prose ; historien <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> auteur de discours écrits pour d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui écrit en prose :<br /><b>1</b> prosateur <i>en gén.</i><br /><b>2</b> logographe, historien en prose ; historien <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> auteur de discours écrits pour d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]], [[γράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο και η (Α [[λογογράφος]])<br />ο [[λογοτέχνης]] που γράφει σε πεζό λόγο, [[πεζογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον επικό ποιητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιστορικός]] [[συγγραφέας]] («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν [[ὑπέρ]] τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (μερικές φορές ως [[λοιδορία]] ή [[ψόγος]]) αυτός που έγραφε λόγους επ' [[αμοιβή]] και, [[συνήθως]], δικανικούς για λογαριασμό τών διαδίκων<br /><b>3.</b> αυτός που τηρούσε λογαριασμούς, [[λογιστής]]<br /><b>4.</b> [[πρακτικογράφος]] σε δικαστήριο<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον <b>Θουκ.</b> στον πληθ.) <i>οἱ λογογράφοι</i><br />οι πρώτοι Έλληνες ιστοριογράφοι, από τον Κάδμο τον Μιλήσιο [[μέχρι]] τον Ηρόδοτο, αλλ. λογοποιοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]])].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λογογράφος: ὁ, πεζογράφος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ἐπικ. ποιητ. (ἴδε λόγος ν), Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 7, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16. 1· - οἱ πρῶτοι Ἕλληνες ἱστορικοὶ ἀπὸ Κάδμου τοῦ Μιλησίου μέχρις Ἡροδότου οὕτω καλοῦνται ὑπὸ Θουκ. 1. 21, καὶ ἔκτοτε τὸ ὄνομα πρὸς δήλωσιν τῶν ἀρχαίων χρονογράφων τῶν πρὸ τοῦ Ἡροδότου· πρβλ. Müller Ἑλλ. Φιλολ. 1. 265, καὶ λογοποιός Ι. 1· - καθόλου, ἱστορικὸς συγγραφεύς, Πολύβ. 7. 7, 1· συναπτόμενον τῷ συγγραφεύς, Διον. Ἁλ. 1. 73. ΙΙ. ὡς τὸ λογοποιός ΙΙ, ὁ γράφων, συντάσσων λόγους, ἰδίως ὁ ἔχων τοῦτο ὡς ἐπάγγελμα καὶ γράφων ἐπὶ χρήμασι λόγους, οὓς ἕτεροι ἀπήγγελλον. Αὕτη ἡ συνήθεια λέγεται εἰσαχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀντιφῶντος καὶ συχνάκις ἐν χρήσει ὡς ὕβρις ἢ πρὸς ὀνειδισμόν, Φιλόστρ. 499, Πλούτ. 2. 822C· οὕτω πολιτικός τις ἀντίπαλος τοῦ Λυσίου διὰ πάσης τῆς λοιδορίας ἐκάλει λογογράφον, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· οὕτως ὁ Δημοσθένης ὠνειδίζετο ὡς λ., Δείναρχ. 104. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 78. 26· καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Δημ. ὁμιλῶν περί τινος λέγει λογογράφους καὶ σοφιστὰς ἀποκαλῶν, 417, τέλ., ἔνθα ἴδε Shilleto· - ἀλλ’ ἡ σύνταξις λόγων δὲν ἐπέφερεν ἀναγκαίως ὄνειδος, ἴδε Πλάτ. Φαῖδρ. 258C κἑξ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. qui écrit en prose :
1 prosateur en gén.
2 logographe, historien en prose ; historien en gén.
II. auteur de discours écrits pour d’autres.
Étymologie: λόγος, γράφω.

Greek Monolingual

ο και η (Α λογογράφος)
ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή
αρχ.
1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.)
2. (μερικές φορές ως λοιδορία ή ψόγος) αυτός που έγραφε λόγους επ' αμοιβή και, συνήθως, δικανικούς για λογαριασμό τών διαδίκων
3. αυτός που τηρούσε λογαριασμούς, λογιστής
4. πρακτικογράφος σε δικαστήριο
5. (κατά τον Θουκ. στον πληθ.) οἱ λογογράφοι
οι πρώτοι Έλληνες ιστοριογράφοι, από τον Κάδμο τον Μιλήσιο μέχρι τον Ηρόδοτο, αλλ. λογοποιοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -γραφος (< γράφω)].