καθάρειος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(Bailly1_3)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
|btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
}}
{{eles
|esgtx=[[blanco]], [[no integral]], [[con pureza]]
}}
}}

Revision as of 10:28, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάρειος Medium diacritics: καθάρειος Low diacritics: καθάρειος Capitals: ΚΑΘΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: katháreios Transliteration B: kathareios Transliteration C: kathareios Beta Code: kaqa/reios

English (LSJ)

later καθάριος [θᾰ], ον, (καθαρός) of persons,

   A cleanly, neat, tidy, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh.1381b1: -ιώτατόν (v.l. -ειότατόν) ἐστιτὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA626a24; καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33 (καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things, ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; καθαριώτερα (or -ειότερα) ὅπλα Plb. 11.9.5; τὸ κ., daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος white bread, Sammelb.5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; εἰς τὰ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται Men.841 (καθαρά codd.). Adv. -είως cleanly, tidily, ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly, κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27; clearly, ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5; also, frugally, μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2; ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον Amphis35; μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.).    II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach.244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [-ειος is written in Phld.Rh. l.c. (Comp.), PSI3.158.50 (Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: -ιος never.] -ειότης, later καθᾰριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity, διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN1176a1, cf. 1177a26; τοῦ ἀέρος Thphr.Sens.48; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176.    2 scrupulousness, moral integrity, IG4.1 (Aegina, ii B.C.), OGI339.14 (Sestos, ii B.C.).    3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους . . [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl.in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality, τῆς διαίτης Plu.2.644c; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.

German (Pape)

[Seite 1281] = καθάριος; πῦρ Eur. I. A. 1112, wenn die Lesart richtig ist; βίος Ath. III, 74 d. – Adv., Ath. IV, 152 a; im Ggstz von πολυτελῶς, mäßig u. anständig, Eubul. Ath. VII, 311 d, wie Nicostrat. ib. II, 65 d. S. καθάριος.

Greek (Liddell-Scott)

καθάρειος: καὶ καθάριος, ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, καθαρός, ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, κομψός, Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ ζῷον (δηλ. ἡ μέλισσα), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· καθάριος ἀκολουθίσκος Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 550Α· καθάριος τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ σκευασία καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· βίος, δίαιτα καθάρειος Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - οὕτως Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, καθαρός, καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι καθάρειος, ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ἀλλ’ οὐδέποτε συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον καθάριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pur, propre.
Étymologie: καθαρός.

Spanish

blanco, no integral, con pureza