προοιμιάζομαι: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>par contr. att.</i> [[φροιμιάζομαι]];<br /><i>f.</i> προοιμιάσομαι, <i>ao. sans augm.</i> προοιμιασάμην <i>ou</i> ἐφροιμιασάμην, <i>pf.</i> πεπροοιμίασμαι <i>et</i> πεφροιμίασμαι;<br />faire un préambule, un exorde ; <i>avec un rég.</i> dire en manière d’exorde <i>ou</i> de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; <i>Pass.</i> être composé <i>ou</i> dit en forme de préambule.<br />'''Étymologie:''' [[προοίμιον]]. | |btext=<i>par contr. att.</i> [[φροιμιάζομαι]];<br /><i>f.</i> προοιμιάσομαι, <i>ao. sans augm.</i> προοιμιασάμην <i>ou</i> ἐφροιμιασάμην, <i>pf.</i> πεπροοιμίασμαι <i>et</i> πεφροιμίασμαι;<br />faire un préambule, un exorde ; <i>avec un rég.</i> dire en manière d’exorde <i>ou</i> de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; <i>Pass.</i> être composé <i>ou</i> dit en forme de préambule.<br />'''Étymologie:''' [[προοίμιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[προοιμιάζω]] Μ και συνηρ. τ. [[φροιμιάζομαι]] Α [[προοίμιον]]<br />[[κάνω]] [[προοίμιο]], [[κάνω]] [[εισαγωγή]], [[προλογίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] σαν [[προοίμιο]], [[αναφέρω]] προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.<br />β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηνύω]], [[προαναγγέλλω]] («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχίζω]] την επίκλησή μου, [[αρχίζω]] να επικαλούμαι [[πρώτα]] («τούτους... [[φροιμιάζομαι]] θεούς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[εγκαινιάζω]] («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
pf.
A πεπροοιμίασμαι Luc.Nigr.10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.Po.1460a10: pf. πεφροιμίασμαι in pass. sense (v. infr.):—make a prelude, preamble, or preface, A.Ag.1354, X.Mem. 4.2.5, Pl.Lg.723c; π. μακρῶς Arist.Rh.1416b33, cf. 1415b24, Phld. Rh.1.56S., al. II c.acc., say by way of preface, premise, τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.IT1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.La.179a, cf. Thphr.Char.Praef.4; τούτους . . φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, A.Eu.20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.Or.13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα Arist.Pol.1325b33; ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.EN 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.Metaph.995b5. 2 begin, ἐντεῦθεν Them.Or.9.120c: metaph., inaugurate, τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.BJ2.6.2, cf. D.S.36.2.
German (Pape)
[Seite 737] dep. med., = φροιμιάζομαι, ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
προοιμιάζομαι: μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. φροιμιάζομαι· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω προοίμιον ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., λέγω ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος λέγω, τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… φροιμιάζομαι θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· μετὰ δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· ταῦτα ἔστω πεφροιασμένα αὐτόθι 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., ἐγκαινίζω, τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D.
French (Bailly abrégé)
par contr. att. φροιμιάζομαι;
f. προοιμιάσομαι, ao. sans augm. προοιμιασάμην ou ἐφροιμιασάμην, pf. πεπροοιμίασμαι et πεφροιμίασμαι;
faire un préambule, un exorde ; avec un rég. dire en manière d’exorde ou de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; Pass. être composé ou dit en forme de préambule.
Étymologie: προοίμιον.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α προοίμιον
κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω
μσν.-αρχ.
1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.
β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», Ευρ.)
2. προμηνύω, προαναγγέλλω («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)
αρχ.
1. αρχίζω την επίκλησή μου, αρχίζω να επικαλούμαι πρώτα («τούτους... φροιμιάζομαι θεούς», Αισχύλ.)
2. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).