καταστηματικός: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]]. | |btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταστηματικός]], -ή, -όν (Α) [[κατάστημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατάσταση]], στη [[διάθεση]] του σώματος ή της ψυχής<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε σταθερή [[κατάσταση]], [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ατάραχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>3.</b> (για μουσικό [[μέλος]] ή όργανο) [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[πράος]], [[ήρεμος]] («[[μέλος]] καταστηματικὸν τὸ τὴν [[πραότητα]] ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ σπονδεῑον»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A pertaining to a state or condition (cf. foreg. 1), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.Fr.2, cf. Metrod.Fr.29. II (cf. καθίστημι B.4) sedate, of persons, Plu.TG2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.in Epict.p.114 D.; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in Procl.in Alc.p.198 C.
Greek (Liddell-Scott)
καταστηματικός: -ή, -όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός, Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
posé, calme.
Étymologie: κατάστημα.
Greek Monolingual
καταστηματικός, -ή, -όν (Α) κατάστημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση του σώματος ή της ψυχής
2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος
3. (για μουσικό μέλος ή όργανο) καταπραϋντικός, κατευναστικός, πράος, ήρεμος («μέλος καταστηματικὸν τὸ τὴν πραότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῑον»).