μελαντηρία: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />noir de cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[μελαίνω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />noir de cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[μελαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μελαντηρία]])<br />μαύρη μεταλλική [[βαφή]] τών δερμάτων, κν. [[καραμπογιά]] («ἀναπηδήσας εὐθὺς [[ἀνυπόδητος]] οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />μαύρη [[απόχρωση]], [[μαυρίλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρία</i> μέσω ενός αμάρτυρου <i>μελαντήριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατευθυν</i>-<i>τηρία</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαντηρία Medium diacritics: μελαντηρία Low diacritics: μελαντηρία Capitals: ΜΕΛΑΝΤΗΡΙΑ
Transliteration A: melantēría Transliteration B: melantēria Transliteration C: melantiria Beta Code: melanthri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A black pigment, also used internally as a drug, Lat. creta sutoria, shoemakers' black, IG22.1672.14,16,69, Arist.Col.794a20, Heraclid.Tar. ap. Cael.Aur.CP3.44, Dsc. 5.101, Gal. 13.741, Luc.Cat.15, Scrib.Larg.208.

German (Pape)

[Seite 120] ἡ, Kupferschwärze, Schusterschwarz, Luc. catapl. 15, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαντηρία: ἡ, μεταλλική τις μέλαινα βαφὴ ἢ μελάνη, Ἀριστ. π. Χρωμ. 4, 1, Διοσκ. 5. 118, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρ. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
noir de cordonnier.
Étymologie: μελαίνω.

Greek Monolingual

η (ΑM μελαντηρία)
μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.)
μσν.
μαύρη απόχρωση, μαυρίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα -τηρία μέσω ενός αμάρτυρου μελαντήριος (πρβλ. κατευθυν-τηρία)].