ἰσομοιρία: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμοιρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμοιρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἰσομοιρία]], ιων. τ. ἰσομοιρίη) [[ισόμοιρος]]<br />ίσο [[μερίδιο]], ίσα [[συμμετοχή]] σε [[κάτι]] («[[ἰσομοιρία]] τῶν κακῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] πολιτικών δικαιωμάτων<br /><b>2.</b> (για [[κλίμα]]) [[ευκρασία]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> ίση [[επίδραση]] σε [[αντιστοιχία]] με άλλους. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75. 2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4. 3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534. 4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.
German (Pape)
[Seite 1265] ἡ, gleicher Theil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.
Greek Monolingual
η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτι («ἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.