εὔλυτος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à délier, <i>fig.</i> facile à rompre, qui se rompt facilement (amitié, engagement, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λύω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à délier, <i>fig.</i> facile à rompre, qui se rompt facilement (amitié, engagement, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου η [[λύση]] βρίσκεται εύκολα («εύλυτο [[αίνιγμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]] στη [[μετακίνηση]], στη [[χρήση]], [[εύστροφος]] («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρός]] («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος [[χαλαρά]]<br /><b>4.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυναρμολόγητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα<br /><b>6.</b> (για το [[στόμιο]] της μήτρας) [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]], [[υποχωρητικός]]<br /><b>7.</b> αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[υγεία]]) [[επισφαλής]]<br /><b>9.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[έμβρυο]]) αυτός που εξέρχεται εύκολα<br /><b>10.</b> [[επιρρεπής]] («[[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)<br /><b>11.</b> απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες<br /><b>12.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεμπόδιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλύτως</i> (ΑΜ)<br />εύκολα, με εύκολη [[λύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαλαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (λύω)
A easy to untie or loose, X.Cyn.6.12; ὑποδέσεις D.S.15.44; loose, θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐ. Id.3.22. 2 easy to relax, relaxed, διαχωρήσιες Hp.Prog.18, cf. Arist.Pr.876b31. 3 loosely knit, supple, of joints, Id.Phgn.809b26 (Comp.), 811a1; loose, of a machine, Hero Aut.26.3. 4 soluble, easily dissolved, Dsc.5.159; σπλήν friable, Aret.SD1.14; soft, yielding, of the os uteri, Hp.Mul. 2.115: hence metaph., easily dissolved or broken, στέργηθρα E.Hipp. 256 (anap.); of engagements, X.HG5.2.19; of health, Gal.5.443; of problems, easy to solve, Arist.GA755b23, Just.Nov.97.6 Intr. 5 easily released, of the foetus, εὐ. πρὸς τὸν τόκον Hp.Septim.4 (Comp.): so metaph., στόμα εὔ. πρὸς λοιδορίαν Thphr.Char.6.10. b free from burdens, at ease, Jul.Caes.315b. II Adv. -τως easily, freely, οὖρα οὐκ εὐ. ἰόντα Hp.Coac.446; εὐ. στρέφεσθαι Hero Aut.18.1; εὐ. [πέλτην] μεταφέρειν D.S.5.34; loosely, ἐναγκυλίζεσθαι Plb.27.11.5.
German (Pape)
[Seite 1079] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; κοιλία Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; ἑρμηνεία Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλῠτος: -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, εὐκίνητος, ἐλαφρός, Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., ὡσαύτως, στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à délier, fig. facile à rompre, qui se rompt facilement (amitié, engagement, etc.).
Étymologie: εὖ, λύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.)
2. μτφ. αυτός του οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα»)
αρχ.
1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.)
2. χαλαρός («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)
3. (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος χαλαρά
4. ασύνδετος, ασυναρμολόγητος
5. αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα
6. (για το στόμιο της μήτρας) μαλακός, εύκαμπτος, υποχωρητικός
7. αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», Ευρ.)
8. (για υγεία) επισφαλής
9. ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που εξέρχεται εύκολα
10. επιρρεπής («στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)
11. απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες
12. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.
επίρρ...
εὐλύτως (ΑΜ)
εύκολα, με εύκολη λύση
αρχ.
χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυτός (< λύω)].