κάννα: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />roseau, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit.
|btext=ης (ἡ) :<br />roseau, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κάννη]], η (AM [[κάννα]] και [[κάννη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνηθέστ. στον τ. [[κάννη]]) ο [[χαλύβδινος]] [[σωλήνας]] τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. [[μέσα]] από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το [[βλήμα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] καννίδες<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] ύψους ίσο με [[οκτώ]] σπιθαμές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλάμι]], [[ράβδος]], [[πάσσαλος]] από [[καλάμι]]<br /><b>2.</b> [[πλέγμα]] από καλάμια, [[ψάθα]], [[ψαθί]]<br /><b>3.</b> [[καλαμωτή]], καλαμένιο [[περίφραγμα]], [[φράχτης]] από καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδ. <i>qanu</i>, εβρ. <i>qanẽ</i>), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> σουμερ. <i>gin</i>) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>canna</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάνιστρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνασθον]], [[κάνα]](<i>ν</i>)<i>στρον</i>, <i>κάνε</i>(<i>ι</i>)<i>ον</i>, [[κάνης]], [[κάνυστρον]], <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>, <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αθρον</i>, [[καννωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καναδόκα]], [[καννοπλόκος]], [[καννοχερσαία]]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάννα Medium diacritics: κάννα Low diacritics: κάννα Capitals: ΚΑΝΝΑ
Transliteration A: kánna Transliteration B: kanna Transliteration C: kanna Beta Code: ka/nna

English (LSJ)

or κάννη, ης, ἡ,

   A pole-reed, Arundo Donax, Plb.14.1.15; κάννας τιμά (prob. for making pens) SIG241.103 (Delph., iv B.C.).    2 reed-mat, Cratin.197, Eup.228, dub. in IG12.330.12: in pl., reedfence, Ar.V.394, Pherecr.63. (Cf. Bab. [kudot ]anû, Hebr. [kudot ]āneh 'reed'.)

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Poll. 10, 184, gew. plur., das Rohr; das aus Rohr Geflochtene, sowohl Decke, Matte, als bes. aus Rohrgeflecht gemachtes Gehege, z. B. um die Bildsäulen, Ar. Vesp. 394, sonst auch γέῤῥα genannt; VLL. erkl. ψίαθοι.

Greek (Liddell-Scott)

κάννα: ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: πλέγμα ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, κάναθρονκάνναθρον, κάνεον: ἴσωςῥίζα εἶναι Σημιτική· πρβλ. kânek).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
roseau, plante.
Étymologie: DELG emprunt sémit.

Greek Monolingual

και κάννη, η (AM κάννα και κάννη)
νεοελλ.
1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα
2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες
μσν.
μέτρο ύψους ίσο με οκτώ σπιθαμές
αρχ.
1. καλάμι, ράβδος, πάσσαλος από καλάμι
2. πλέγμα από καλάμια, ψάθα, ψαθί
3. καλαμωτή, καλαμένιο περίφραγμα, φράχτης από καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (πρβλ. ακκαδ. qanu, εβρ. qanẽ), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (πρβλ. σουμερ. gin) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (πρβλ. λατ. canna).
ΠΑΡ. κάνιστρο(ν)
αρχ.
κάνασθον, κάνα(ν)στρον, κάνε(ι)ον, κάνης, κάνυστρον, κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, καννωτός.
ΣΥΝΘ. καναδόκα, καννοπλόκος, καννοχερσαία].