κιλλίβας: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αντος (ὁ) :<br /><b>1</b> support d’une plateforme;<br /><b>2</b> support à trois pieds, chevalet sur lequel on déposait le bouclier après le combat;<br /><b>3</b> support de [[σαμβύκη]].<br />'''Étymologie:''' [[κίλλος]], [[βαίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὀκρίβας]]. | |btext=αντος (ὁ) :<br /><b>1</b> support d’une plateforme;<br /><b>2</b> support à trois pieds, chevalet sur lequel on déposait le bouclier après le combat;<br /><b>3</b> support de [[σαμβύκη]].<br />'''Étymologie:''' [[κίλλος]], [[βαίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὀκρίβας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιλλίβας]], -αντος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κιλλίβαντας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[λῐ], αντος, ὁ, mostly in pl. κιλλίβαντες,
A three-legged stand (Sch.Ar.Ach.1121, Hsch.), κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield-stand, Ar. l.c.; painter's easel, Poll.7.129; part of a chariot-frame, Id.1.143; bearers of a platform, Moschio ap.Ath.5.208c, cf. BGU1127.11 (i B.C.): sg., stand or pedestal of σαμβύκη 11, Bito 58.6 (pl., 62.3); cf. κελλίβας. (κίλλος, βαίνω; cf. easel = Germ. Esel, clothes-horse, etc.)
German (Pape)
[Seite 1438] αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιθέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Theil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλίβας: -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, τρίπους πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου τρίπους ἢ ἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἡ εἰκών, Πολυδ. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, μέρος τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ κίλλος = ὄνος καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ λέξις ὄνος ἔκειτο ὡσαύτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
1 support d’une plateforme;
2 support à trois pieds, chevalet sur lequel on déposait le bouclier après le combat;
3 support de σαμβύκη.
Étymologie: κίλλος, βαίνω.
Syn. ὀκρίβας.
Greek Monolingual
κιλλίβας, -αντος, ὁ (Α)
βλ. κιλλίβαντας.