μηνιαῖος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui dure un mois.<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]². | |btext=α, ον :<br />qui dure un mois.<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]². | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ μηνιαῑος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [[μήν]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] [[μήνα]] (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί έναν [[μήνα]] ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν [[μήνα]] («μηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηνιαίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μισθός]] που δίνεται [[κάθε]] [[μήνα]], μηνιάτικο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μηνιαία</i><br />τα μηναία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μηνιαίος]] [[ρυθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[ένας]] από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο [[οποίος]] διαρκεί [[κατά]] [[μέσο]] όρο 29,5 μέρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τεταρτημόριο]] του [[μήνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός [[μήνα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηνιαῑα</i><br />τα [[έμμηνα]] τών [[γυναικών]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μηνιαίως]] και -<i>ιαία</i><br />(ΑΜ [[μηνιαίως]]) [[κάθε]] [[μήνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),
A monthly, ἀπόκρυψις Placit.2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά IG22.1368.46; διαγραφή PRyl.2.206 (b) (iii A.D.); τὰ μ. the menses of women, Placit.5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.Pr.2.57. 2 ὧραι μ. 'seasons' (quarters) of the month, Antyll.l.c. II a month old, LXX Nu.3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.Mul.2.188. III a month long, νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; παραλλαγή, παράλλαγμα, Gem.8.22,19.
German (Pape)
[Seite 174] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
μηνιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία κάθαρσις Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ ἐπάνω Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui dure un mois.
Étymologie: μήν².
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μηνιαῑος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) μήν
1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.)
2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία άδεια»)
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηνιαίο(ν)
μισθός που δίνεται κάθε μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηνιαία
τα μηναία
νεοελλ.
φρ. «μηνιαίος ρυθμός»
βιολ. ένας από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο οποίος διαρκεί κατά μέσο όρο 29,5 μέρες
αρχ.
1. το τεταρτημόριο του μήνα
2. αυτός που έχει ηλικία ενός μήνα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιαῑα
τα έμμηνα τών γυναικών.
επίρρ...
μηνιαίως και -ιαία
(ΑΜ μηνιαίως) κάθε μήνα.