περιβιάζομαι: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι. | |btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[μεταχειρίζομαι]] όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[μεταχειρίζομαι]] βία [[εναντίον]] ενός προσώπου ή πράγματος, [[παραβιάζω]] («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιάζω]] / -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
A use great force, Aesop.103 : c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
French (Bailly abrégé)
déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.
Greek Monolingual
Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].