Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψῆττα: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />plie <i>ou</i> barbue, <i>sorte de poisson plat</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψήχω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />plie <i>ou</i> barbue, <i>sorte de poisson plat</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψήχω]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ψῆττα]], ΝΑ, και [[ψῆσσα]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καλκάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με υβριστική ή ειρων. σημ.) [[ανόητος]], [[ηλίθιος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψῆττα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψήχ</i>-<i>jα</i>), [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ψηχ</i>- του [[ψήχω]] «[[τρίβω]], [[ξυστρίζω]]», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>limande</i> «[[ψήττα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lima</i> «[[ρίνη]]»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ps</i><i>ē</i><i>tta</i>].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆττα Medium diacritics: ψῆττα Low diacritics: ψήττα Capitals: ΨΗΤΤΑ
Transliteration A: psē̂tta Transliteration B: psētta Transliteration C: psitta Beta Code: yh=tta

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A flat-fish, prob. turbot, Rhombus maximus, Ar. Lys.115,131, Pl.Smp.191d, Antiph.132.7 (anap.), Ath.7.329e, Luc. Pisc.49, Alciphr.1.7; ψ. χονδροφυής perh. a skate, Matro Conv. 27.    II a nickname for a glutton, Pl.Com.106. (The form ψῆσσα Alex. Trall.1.15, al., Zonar.; ψησία (s. v. l.) Suid.)

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, att. = ψῆσσα, Ar. Lys. 115. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ψῆττα: ἡ, εἶδος ἰχθύος πλατέος, «γλῶσσα» ἢ ῥόμβος, Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. χονδροφυής, εἶδος αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 εἶναι -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ τύπος ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plie ou barbue, sorte de poisson plat.
Étymologie: DELG ψήχω.

Greek Monolingual

η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι
αρχ.
(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< ψήχ-), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- του ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].