χρῖσμα: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(Bailly1_5) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=χρίσματος (τό) :<br />ce qui sert à enduire :<br /><b>1</b> onguent, parfum, essence;<br /><b>2</b> graisse liquide, huile, <i>etc.</i><br /><b>3</b> mélange de plâtre <i>ou</i> de chaux, plâtre, mortier.<br />'''Étymologie:''' [[χρίω]]. | |btext=χρίσματος (τό) :<br />ce qui sert à enduire :<br /><b>1</b> onguent, parfum, essence;<br /><b>2</b> graisse liquide, huile, <i>etc.</i><br /><b>3</b> mélange de plâtre <i>ou</i> de chaux, plâtre, mortier.<br />'''Étymologie:''' [[χρίω]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[ungüento]], [[aceite]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (χρίω) later form for χρῖμα (q.v.), found in codd. of X.Smp.2.4, An.4.4.13, Thphr.Od.8,15, Sor.1.4, Gal.6.402, etc. II anointing, unction, LXXEx.29.7, 35.15, Gal.10.892. 2 in NT of spiritual grace, χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου 1 Ep.Jo.2.20, cf. 27. III coating of wall, plaster, D.S.2.9, Luc. Hist.Conscr.62. (The usual accent χρίσμα is wrong, cf. χρῖμα.)
German (Pape)
[Seite 1376] τό, vgl. χρῖμα, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; – ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα (vgl. auch noch μύρον). – Uebh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῖσμα: τό, (χρίω) μεταγεν. τύπος ἀντὶ χρῖμα (ὃ ἴδε), πᾶν ὅ,τι ἐπαλείφεται, τὸ ἐπιχριόμενον εὐῶδες μύρον, ἐν ᾧ τὸ κοινὸν ἄνευ μύρων ἔλαιον, δι’ οὗ οἱ παλαισταὶ ἠλείφοντο ἐκαλεῖτο ἁπλῶς ἔλαιον, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 5 (τὸ ἄλειμμα ἦτο ὁμοίως διὰ μύρων παρεσκευασμένον, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο ῥευστότερον ἢ τὸ χρῖσμα), λίπος, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. Salmas ad Solin. σελ. 330· ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13, τὸ χρῖσμα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ μύρου οὐχὶ κατὰ τὴν ὕλην ἀλλὰ κατὰ τὴν σύστασιν ὡς πυκνότερον παρεσκευσμένον (πρβλ. σύειος)· καὶ ὁ Θεόφραστος διακρίνει μύρον καὶ χρῖσμα, περὶ Ὀσμ. 16 καὶ 27 κἑξ., ἀλλὰ δὲν λέγει ἐν τίνι κεῖται ἡ διαφορά, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 4· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 94, προστίθεται τὸ πέλανος ὡς ἰσοδύναμον. ΙΙ. = χρῖσις ἱερά, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΘ΄, 7, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ. ΙΙΙ. ὕλη χρήσιμος πρὸς ἐπίχρισιν ἢ χρωματισμόν, ἄσβεστος ἢ γύψος μετὰ κονίας, Διόδ. 2. 9. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 62. (Ὁ συνήθης τονισμὸς χρίσμα εἶναι ἡμαρτημένος, πρβλ. χρῖμα). - Ἴδε Cobet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.
French (Bailly abrégé)
χρίσματος (τό) :
ce qui sert à enduire :
1 onguent, parfum, essence;
2 graisse liquide, huile, etc.
3 mélange de plâtre ou de chaux, plâtre, mortier.
Étymologie: χρίω.