σωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=entasser, amonceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σωρός]].
|btext=entasser, amonceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σωρός]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[another]] [[form]] of [[σορός]]; to [[pile]] up ([[literally]] or [[figuratively]]): [[heap]], [[load]].
}}
}}

Revision as of 17:46, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρεύω Medium diacritics: σωρεύω Low diacritics: σωρεύω Capitals: ΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: sōreúō Transliteration B: sōreuō Transliteration C: soreyo Beta Code: swreu/w

English (LSJ)

   A heap one thing on another, τι πρός τι Arist.Rh.1390b18; ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150; ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6; ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22, Ep.Rom. 12.20; περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33; νεκρούς D.S.12.62; πλοῦτον Id.1.62, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—Pass., Arist.GC325b22, Plb.16.11.4; οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr.480.    II heap with something, c. gen., αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9: c. dat., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9; αὐχένας στέμμασι AP7.233 (Apollonid.): metaph., γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6.

German (Pape)

[Seite 1060] häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).

Greek (Liddell-Scott)

σωρεύω: μέλλ. -εύσω, (σωρὸς) ὡς καὶ νῦν, σωρεύω, ἐπισωρεύω πολλὰ πράγματα τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λατ. coarcervare, τι πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 2. 15, 2· τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 10. 41· ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 20· τι περί τι Πλουτ. Πελοπ. 31· σ. γῆν, ἐπισωρεύω, Πολύβ. 16. 11, 4· νεκροὺς Διόδ. 12, 62· πλοῦτον ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. 5. 46. - Παθ., Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12. ΙΙ. καλύπτω μέ τι κατὰ σωρούς, μετὰ γεν., σ. αἰγιαλὸν νεκρῶν Πολύβ. 16. 8, 9· μετὰ δοτ., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Ἡρῳδιαν. 4, 8· αὐχένας στέμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 233.

French (Bailly abrégé)

entasser, amonceler, acc..
Étymologie: σωρός.

English (Strong)

from another form of σορός; to pile up (literally or figuratively): heap, load.