ταλαύρινος: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au cuir, <i>càd</i> au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; <i>adv.</i> • ταλαύρινον IL avec une force invincible.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]], [[ῥινός]]. | |btext=ος, ον :<br />au cuir, <i>càd</i> au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; <i>adv.</i> • ταλαύρινον IL avec une force invincible.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]], [[ῥινός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη [[βοήθεια]] ασπίδας από χοντρό [[δέρμα]] ταύρου («...[[πρίν]] γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος [[ἆσαι]] Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταλαύρινον</i><br />α) με [[δύναμη]], ισχυρά<br />β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταλαύρινος]] χρως» — χοντρό, ανθεκτικό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ταλαύρινος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ταλαFρινος</i> [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ταλα</i> με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και β' συνθετικό του τ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρινός</i>) «[[δέρμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (Τλάω, ϝρινός)
A bearing a shield of bull's-hide, epith. of Ares, τ. πολεμιστής Il.5.289, 20.78, etc.; so of Πόλεμος, Ar. Pax241; and, jokingly, of Lamachus, Id.Ach.964; τ. χρώς a thick tough hide, AP7.208 (Anyte): neut. as Adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.7.239 (or masc., to fight as a bearer of a bull's-hide shield).
German (Pape)
[Seite 1065] (für ταλά-Fρινος), mit dem stierledernen Schilde den Kampf bestehend, Stöße damit auffangend, od. dem Andrange stierlederner Schilde widerstehend; Beiwort des Ares, ταλ. πολεμιστής, Il. 5, 289. 20, 78. 22, 267; auch adv., in allgemeiner Bdtg, ταλαύρινον πολεμίζειν, 7, 239, standhaft, muthig kämpfen; Ar. Ach. 928 nennt den Lamachos so, vgl. Pax 241. – Bei Anyte 15 (VII, 208) ist χρὼς ταλ. ἵππου die Haut, die Etwas aushalten kann, dickfellig.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαύρῑνος: -ον, (ταλα *τλάω, ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., καρτερικός, ἀτρόμητος, ἀκαταμάχητος, τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. χρώς, παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cuir, càd au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; adv. • ταλαύρινον IL avec une force invincible.
Étymologie: τάλας, ῥινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον
α) με δύναμη, ισχυρά
β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό του τ. ῥινός (< Fρινός) «δέρμα»].