Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύστρεμμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui se pelotonne <i>ou</i> se condense, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> rouleau, peloton ; <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> troupe d’hommes ; <i>spécial.</i> corps de 1024 h. d’infanterie légère;<br /><b>2</b> condensation <i>ou</i> dépôt d’humeurs, abcès;<br /><b>3</b> sorte de concrétions mêlées aux excréments;<br /><b>II.</b> averse de pluie, trombe d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[συστρέφω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui se pelotonne <i>ou</i> se condense, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> rouleau, peloton ; <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> troupe d’hommes ; <i>spécial.</i> corps de 1024 h. d’infanterie légère;<br /><b>2</b> condensation <i>ou</i> dépôt d’humeurs, abcès;<br /><b>3</b> sorte de concrétions mêlées aux excréments;<br /><b>II.</b> averse de pluie, trombe d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[συστρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κουβάρι]], [[τυλιχτάρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> συνωμοτικό [[σχέδιο]] («πονηρὸν τεκτηνάμενος [[σύστρεμμα]]», Νικ. Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων, όχλος<br /><b>2.</b> [[συντεταγμένη]] [[ομάδα]], [[λόχος]] («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[σώμα]] αποτελούμενο από δύο ξεναγίες<br /><b>4.</b> [[νεόπλασμα]] στα [[εντόσθια]]<br /><b>5.</b> [[οίδημα]], [[φλεγμονή]], [[απόστημα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύστρεμμα Medium diacritics: σύστρεμμα Low diacritics: σύστρεμμα Capitals: ΣΥΣΤΡΕΜΜΑ
Transliteration A: sýstremma Transliteration B: systremma Transliteration C: systremma Beta Code: su/stremma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything twisted up together: hence,    1 globe, ball, ἐξ ἐρίου Sor.2.87; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1; ἐκ σχοινίου Hsch. s.v. σπεῖον; συστρέμματα round drops of water, Arist.Mu. 394a32.    2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 lightarmed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 (συνστ-), al.: whence συστρεμμᾰτάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and συστρᾰτηγ-αρχέω, IG22.2127 (συνστ-), 2197, al.    3 tumour, Hp.Prorrh. 2.41, Epid.2.3.12, Gal.UP8.8, etc.    b concretion in the motions, Hp.Epid.4.52, Antyll. ap. Orib.8.6.21, Gal.16.762.

German (Pape)

[Seite 1045] τό, 1) das Zusammengedrehte, -gewundene, die Rundung, z. B. eines Tropfens. – 2) Versammlung, Rotte, Haufe, Pol. 1, 45, 10 u. oft. – 3) bei den Aerzten Geschwulst, Hippocr. u. A. – 4) bei Sp. alles künstlich Gedrehte, dah. übertr. List, Ränke, Nachstellung.

Greek (Liddell-Scott)

σύστρεμμα: τό, πᾶν πράγμα ὁμοῦ συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· ὅθεν, 1) σφαῖρα, «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. σπεῖον· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) πλῆθος ἀνθρώπων, ὄχλος, συρροή, Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― μάλιστα σῶμα ἐκ 1024 ἀνδρῶν, ὅθεν συστρεμματάρχης, Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui se pelotonne ou se condense, particul. :
I. rouleau, peloton ; p. anal.
1 troupe d’hommes ; spécial. corps de 1024 h. d’infanterie légère;
2 condensation ou dépôt d’humeurs, abcès;
3 sorte de concrétions mêlées aux excréments;
II. averse de pluie, trombe d’eau.
Étymologie: συστρέφω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συστρέφω
1. καθετί το συνεστραμμένο
2. (κατ' επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι
μσν.
μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.)
αρχ.
1. πλήθος ανθρώπων, όχλος
2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)
3. σώμα αποτελούμενο από δύο ξεναγίες
4. νεόπλασμα στα εντόσθια
5. οίδημα, φλεγμονή, απόστημα
6. φρ. «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.