ἔρος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=dat. [[ἔρῳ]], acc. ἔρον: [[love]]; θεᾶς, γυναικός, ‘[[for]]’ a [[goddess]], a [[woman]], Il. 14.315; [[fig]]., of things, γόου, Il. 24.227; [[often]] [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος, ‘[[appetite]],’ see [[ἵημι]].<br />see [[ἔρως]].
|auten=dat. [[ἔρῳ]], acc. ἔρον: [[love]]; θεᾶς, γυναικός, ‘[[for]]’ a [[goddess]], a [[woman]], Il. 14.315; [[fig]]., of things, γόου, Il. 24.227; [[often]] [[πόσιος]] καὶ ἐδητύος, ‘[[appetite]],’ see [[ἵημι]].<br />see [[ἔρως]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔρος]], ὁ (Α)<br />ποιητ. τ. [[αντί]] [[έρως]], <b>βλ.</b> [[έρωτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[έρως]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔρος]], τὸ και ιων. τ. [[εἶρος]] (Α)<br />(μόνο εν συνθέσει) το [[έριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. τ. του [[είρος]] «ἐριο, [[μαλλί]]»].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρος Medium diacritics: ἔρος Low diacritics: έρος Capitals: ΕΡΟΣ
Transliteration A: éros Transliteration B: eros Transliteration C: eros Beta Code: e)/ros

English (LSJ)

(A), ὁ, acc. ἔρον, dat. ἔρῳ: poet. form of ἔρως:—

   A love, desire, οὐ..θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός Il.14.315, cf. Od.18.212 ; freq. in phrase αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο Il.1.469, al.; ἱμερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέμενον Thgn.1064 ; ἔρος λυσιμελής Hes.Th.910, cf. Ibyc.1.6, etc.: used by Trag. in lyrics, S.El.197, E.Med.152, and by E. in dialogue, Hipp.337, El.297, al.; also in late Prose, ἔρῳ φέρεσθαι Luc. Asin.33.    II as pr.n., Eros, the god of love, Hes.Th.120, Alcm. 36, Sapph.74, Theoc.29.22.
ἔρος (B), τό,

   A wool, only in Ion. form εἶρος (q.v.). but cf. ἔπερος, εὔερος.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, p. = ἔρως, Liebe, Luft, Verlangen, θεᾶς, γυναικός, zu einer Göttinn, einem Weibe, Il. 14, 315; ἔρῳ θυμὸν ἔθελχθεν Od. 18, 212; häufig πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, sie hatten das Verlangen nach Speise u. Trank hinausgetrieben, gestillt; ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην Il. 24, 227; Hes. Th.; Soph. El. 190; οἷον ἠράσθης ἔρον Eur., s. ἔραμαι; sp. D. In Prosa Luc. Asin. 33, ἔρῳ. – Außer nom., dat. u. acc. sing. kommt Nichts von dem Worte vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρος: ὁ, αἰτιατ. ἔρον, δοτ. ἔρω·- ὁ ἀρχαιότατος ἀλλ’ ἁπλῶς ποιητικὸς τύπος τοῦ ἔρως (πρβλ. γέλως), ἔρως, σφοδρὰ ἐπιθυμία, οὐ… θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς Ἰλ. Ξ. 315, πρβλ. Ὀδ. Σ. 212· ἀλλὰ συχνότατα ἐν τῇ φράσει ἐξ ἔρον ἕντο, ἐξέντο ἔρον, ἐξέβαλον τὴν ἐπιθυμίαν, (ἴδε ἐν λ. ἐξίημι ΙΙ)· ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡσιοδ. ἐν Θ. 120, 910, παρ’ Ἰβύκῳ 1. 4, Σαπφοῖ 43, Θεόγνιδι 1060, 1322, καὶ ἐνίοτε παρὰ Τραγ., ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 198, Ευρ. ἐν Μηδ. 151, ἐν λυρικοῖς χωρίοις· ἀλλὰ παρ’ Εὐρ. καὶ ἐν διαλογικοῖς, Ἱππ. 337, 449, Ἴων 1227, Ἠλ. 297, Ι. Τ. 1172. Ἀφοῦ δὲ ἔρος εἶναικαθόλου Ὁμηρ. τύπος, τὸ ἔρως (ὅπερ ἀπαντᾶ ἐν ἐκδόσει τοῦ Ὁμ. Ἰλ. Γ. 442, Ξ. 294) πιθανῶς δέον νὰ μεταβληθῇ εἰς ἔρος καὶ ἐν Ὀδ. Σ. 212, ἡ δοτ. ἔδει νὰ γραφῆ ἔρῳ (ὅπερ και ἐγένετο ἐ ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσιν), οὐχὶ ἔρω (κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ ἔρωτι). ΙΙ. ὡς ὄνομα κύριον, ὁ θεὸς Ἔρως, Ἡσ. Θ. 120.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 passion, amour : θεᾶς, γυναικός, pour une déesse, une femme;
2 désir violent, grand désir : πόσιος καὶ ἐδητύος IL de boisson et de nourriture.
Étymologie: poét. et éol. c. ἔρως.

English (Autenrieth)

dat. ἔρῳ, acc. ἔρον: love; θεᾶς, γυναικός, ‘for’ a goddess, a woman, Il. 14.315; fig., of things, γόου, Il. 24.227; often πόσιος καὶ ἐδητύος, ‘appetite,’ see ἵημι.
see ἔρως.

Greek Monolingual

(I)
ἔρος, ὁ (Α)
ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του έρως].———————— (II)
ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α)
(μόνο εν συνθέσει) το έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του είρος «ἐριο, μαλλί»].