ἔτης: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝέτης), pl. [[ἔται]]: friends, retainers, [[distinguished]] [[from]] [[near]] relatives, Od. 4.3, Il. 6.239, Il. 9.464. | |auten=(ϝέτης), pl. [[ἔται]]: friends, retainers, [[distinguished]] [[from]] [[near]] relatives, Od. 4.3, Il. 6.239, Il. 9.464. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔτης]], ὁ (Α)<br />I. <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ [[ἔται]]<br /><b>1.</b> οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα [[μέλη]] [[μεγάλης]] οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συνέστιοι φίλοι ([[αλλά]] συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν [[συγγένεια]]) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γείτονες ἠδὲ [[ἔται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔτας]]<br />τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»<br /><b>4.</b> οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />II. (σπαν. στον εν.) <i>ὁ [[ἔτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει κάποια [[δημόσια]] [[αρχή]], ο [[ιδιώτης]] («[[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φίλος]] («[[ἔτης]] Ἡρακλῆος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>swe</i>-<i>t</i>-<i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἕ</i>) παρεκτεταμένη με -<i>t</i>. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας [[ψίλωση]] και [[δίγαμμα]]. To <i>Fέτᾱς</i> συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>svatŭ</i> (IE <i>sw</i><i>ō</i><i>tos</i>) «[[κουνιάδος]]», λιθ. <i>svẽčias</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>swetjos</i>) «φιλοξενούμενος» (<b>βλ.</b> και λ. [[εταίρος]]). Η λ. [[έτης]] στον Όμηρο σήμαινε «[[οικείος]], [[μακρινός]] [[συγγενής]]», [[αλλά]] αργότερα πήρε τη σημ. «[[πολίτης]], [[δημότης]]» (<b>Πίνδ.</b> <b>Θουκ.</b>) και «[[ιδιώτης]]» (τραγικοί)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Elean ϝέτας (v. infr.), in Hom. always in pl. ἔται, οἱ:—
A clansmen, i.e. kinsmen and dependents of a great house, ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262; δαινύντα γάμον πολλοῖσι ἔτῃσιν Od.4.3; παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239, cf. Od.15.273; ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464; ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295; γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16. II later, citizen, ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.Pae.6.10, cf. Epic. in Arch.Pap.7.4; τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a private citizen, opp. those who hold office, πρός σε . . ὡς ἔτην λέγω A.Supp.247; οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.Fr.377; ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.Fr.1014; αἴτε ϝέτας αἴτε τελεστά SIG9.8 (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), Mus.Belg.16.70 (Athens, ii A. D.), IG5(2).20 (Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)
German (Pape)
[Seite 1051] ὁ (nach den Alten von ἔθος od. ἐτός, vgl. ἑταῖρος), der Angehörige, weitläuftige Verwandte, von den näheren Blutsverwandten unterschieden, Il. 6, 239 παῖδάς τε, κασιγνήτους τε ἔτας τε, wie 16, 456 κασίγνητοί τε ἔται τε; auch ἔται καὶ ἀνεψιοί stehen neben einander, 9, 464; von den ἑταῖροι unterschieden, 7, 295; Od. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται verbunden; Apoll. lex. erkl. πολῖται, ἑταῖροι, συνήθεις, vgl. Nitzsch zu Od. 4, 3. – Bei Aesch. frg. 312 οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ (Inscr. 11, Ggstz von τελέστης, nach Böckh homo privatus, Hesych. erkl. πολίτης) u. Suppl. 244 = Stammgenossen, Freunde; auch im spart. Vertrage bei Thuc. 5, 79; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 305 Cometas (XV, 40, 40).
Greek (Liddell-Scott)
ἔτης: -ου, ὁ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ. ἔται, οἱ, (ἴδε ἐν τέλει): ― οἱ ἔται, κατὰ τὸν Nitzsch ἐν Ὀδ. Δ. 3, ἦσαν κυρίως ὁμόφυλοι συγγενεῖς μεγάλης τινὸς οἰκογενείας καὶ ἐξαρτώμενοι ἐξ αὐτῆς, ἔται δε ἐλέγοντο καὶ οἱ συνέστιοι φίλοι (Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 408, 26) ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν Ἰλ. Ζ. 262· δαίνυνται γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν Ὀδ. 3· συχνάκις συνδυάζεται μετ’ ἄλλων συγγενικῶν λέξεων, παῖδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε Ἰλ. Ζ. 239, πρβλ. Π. 456, Ὀδ. Ο. 273· ἔται καὶ ἀνεψιοὶ Ἰλ. Ι. 464· ἔται καὶ ἑταῖροι Η. 295· γείτονες ἠδέ ἔται Ὀδ. Δ.16· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., ἔτης Ἡρακλῆος Ὀρφ. Ἀργ. 224, Ἕρμανν. ΙΙ. ἀκολούθως, = δημότης ἤ πολίτης, κάτοικος ἑκάστης πόλεως, τοῖς δὲ ἔταις καττά πάτρια δικάζεσθαι, «δι’ ἀλλήλων λύειν τὰ διάφορα» (Σχόλ.), Θουκ. 5. 79· ἐν τῷ ἑνικῷ, = ἰδιώτης, κατ’ ἀντίθ. πρός τους κατέχοντας ἀρχήν τινα, πρός σε... ὡς ἔτην λέγω Αἰσχύλ. Ἱκ. 247· οὔτε δῆμος οὔτ’ ἔτης ἀνήρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 314· ἀρχῷ... οὐκ ἔτῃ πρέπων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 158. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ὦ τάν ἤ ὦ ᾿τάν, ἴδε ἐν λέξει τάν. (Ἔχει τὸ δίγαμμα παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται ϝέτης ἐν Παλαιᾷ τινι Ὀλυμπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ Ἐπιγρ. 11: πρβλ. ἑταῖρος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 parent, allié d’ord. au pl.
2 concitoyen ; en gén. habitant d’une ville, citoyen ; simple particulier.
Étymologie: DELG du th. pron. *swe- ; cf. russe svatu « beau-frère », lit. svecias « hôte ».
English (Autenrieth)
(ϝέτης), pl. ἔται: friends, retainers, distinguished from near relatives, Od. 4.3, Il. 6.239, Il. 9.464.
Greek Monolingual
ἔτης, ὁ (Α)
I. στον πληθ. oἱ ἔται
1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε», Ομ. Ιλ.
β. «γείτονες ἠδὲ ἔται», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἔτας
τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»
4. οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», Θουκ.)
II. (σπαν. στον εν.) ὁ ἔτης
1. αυτός που δεν κατέχει κάποια δημόσια αρχή, ο ιδιώτης («οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ», Αισχύλ.)
2. ο φίλος («ἔτης Ἡρακλῆος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < swe-t-ā < ΙΕ ρίζα swe- (πρβλ. ἕ) παρεκτεταμένη με -t. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας ψίλωση και δίγαμμα. To Fέτᾱς συνδέεται με αρχ. ρωσ. svatŭ (IE swōtos) «κουνιάδος», λιθ. svẽčias (< ΙΕ swetjos) «φιλοξενούμενος» (βλ. και λ. εταίρος). Η λ. έτης στον Όμηρο σήμαινε «οικείος, μακρινός συγγενής», αλλά αργότερα πήρε τη σημ. «πολίτης, δημότης» (Πίνδ. Θουκ.) και «ιδιώτης» (τραγικοί)].